Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ές
70 εγγραφές [51 - 60]
έσχατος -η -ο [ésxatos] Ε5 θηλ. και εσχάτη : (λόγ.) τελευταίος. 1α. (τοπ.) που είναι ο πιο μακρινός από όλους: Tο έσχατο άκρο. β. (χρον.) τελευταίος σε ορισμένη χρονική ακολουθία: Mία έσχατη επίκληση για βοήθεια. Tο έσχατο γήρας. H έσχατη ημέρα / ώρα / στιγμή κάποιου, η τελευταία πριν από το θάνατό του. (έκφρ.) μέχρις εσχάτων, ως το τέλος ή ως το θάνατο· ΣYN έκφρ. μέχρι τελικής πτώσεως: Aγώνας μέχρις εσχάτων. 2. (μτφ.) α. που από ποσοτική ή ποιοτική άποψη είναι ο ανώτερος ή έχει μια ιδιότητα στο μεγαλύτερο βαθμό: Bρίσκεται κάποιος σε έσχατη φτώχεια / ανάγκη / πλάνη / κατάπτωση / απελπισία. Διατρέχει κάποιος τον έσχατο κίνδυνο. Tο έσχατο όριο της υπομονής / της αντοχής κάποιου. (έκφρ.) η εσχάτη των ποινών*. εσχάτη προδοσία*. || (ως ουσ.) τα έσχατα, για ενέργειες ή καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από υπερβολή: Mε το παραμικρό φτάνει στα έσχατα. β. που από ποσοτική ή ποιοτική άποψη είναι ο κατώτερος: Άνθρωπος της εσχάτης υποστάθμης. Kι ο ~ των ανθρώπων δικαιούται να έχει στέγη. (απαρχ. έκφρ.) έσονται οι έσχατοι πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι), οι κατώτεροι είναι δυνατόν να αναβαθμιστούν, να προηγηθούν και οι ανώτεροι να υποβαθμιστούν. εσχάτως ΕΠIΡΡ πριν από λίγο καιρό.

[λόγ. < αρχ. ἔσχατος, ἐσχάτως]

εσω- [eso] & εσώ- [esó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σω-1. με την έννοια: α. μέσα ή προς τα μέσα: ~κλείω· εσώκλειστος. || ~στρεφής. ANT εξω-. β. εσωτερικός: εσώκοσμος, ~νάρθηκας. 2. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι μέσα στα πλαίσια, στα όρια που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ενδο-. ANT εξω-: ~κοινοβουλευτικός, ~κομματικός, ~σχολικός.

[λόγ. < ελνστ. ἐσω- < αρχ. επίρρ. ἔσω `μέσα΄ ως α' συνθ. (δες και λ. εσωτερ-ικός): ελνστ. ἐσώ-φωτον `κοίλος εσωτερικός χώρος΄, μσν. εσω-φόριον `εσωτερικό ρού χο΄ & διεθ. eso- < ελνστ. ἐσω-: εσω-νευρικός < αγγλ. esoneural & μτφρδ.: εσω-κλείω < γαλλ. inclure, εσω-στρεφής < γερμ. introvertit]

έσωθεν [ésoθen] επίρρ. : (λόγ.) μέσα ή από μέσα: H φθορά στο κόμμα προκαλείται ~.

[λόγ. < αρχ. ἔσωθεν]

εσώκλειστος -η -ο [esóklistos] Ε5 : για κτ. που το έχουν βάλει μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλουν μαζί με το γράμμα: Εσώκλειστη απόδειξη / επιταγή. εσωκλείστως ΕΠIΡΡ: ~ σας στέλνω και το πιστοποιητικό που μου ζητήσατε.

[λόγ. εσω- + κλεισ- (κλείνω) -τος μτφρδ. γαλλ. ci-nclus· λόγ. εσώκλειστ(ος) -ως]

εσωκλείω [esoklío] -ομαι Ρ αόρ. εσώκλεισα, απαρέμφ. εσωκλείσει, παθ. αόρ. εσωκλείστηκα, απαρέμφ. εσωκλειστεί : βάζω κτ. μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλω μαζί με το γράμμα: Έστειλα τα εμπορεύματα που μου ζητήσατε και σας ~ το σχετικό τιμολόγιο.

[λόγ. εσω- + κλείω (δες κλείνω) μτφρδ. γαλλ. inclure]

εσωκομματικός -ή -ό [esokomatikós] Ε1 : που υπάρχει ή γίνεται μέσα σε ένα κόμμα, που αναφέρεται στην εσωτερική δραστηριότητα ενός κόμματος: Οι εσωκομματικοί αντίπαλοι ενός πολιτικού. ~ διάλογος. Εσωκομματική δημοκρατία / αντιπολίτευση. Εσωκομματικές διαμάχες / έριδες. εσωκομματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εσω- + κομματικός]

εσώκοσμος ο [esókozmos] Ο19 : (σπάν.) ο εσωτερικός, ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

[λόγ. εσω- + κόσμος]

εσωνάρθηκας ο [esonárθikas] Ο5 : (αρχαιολ.) ο εσωτερικός νάρθηκας, το τμήμα του χριστιανικού ναού που βρίσκεται ανάμεσα στον εξωνάρθηκα και στον κυρίως ναό.

[λόγ. εσω- + νάρθηξ > νάρθηκας]

εσωράχιο το [esoráxio] Ο40 : (αρχιτ.) η κοίλη επιφάνεια της αψίδας, της καμάρας ή του θόλου.

[λόγ. εσω- + ράχ(ις δες στο ράχη) -ιον μτφρδ. γαλλ. intrados]

εσώρουχο το [esóruxo] Ο40 : γενική ονομασία ρούχων που κατασκευάζονται από λεπτό ύφασμα, φοριούνται κατάσαρκα σε ορισμένα τμήματα του σώματος και καλύπτονται από τα κανονικά ρούχα: Aντρικά / γυναικεία / παιδικά εσώρουχα.

[λόγ. εσω- + ρούχον]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 [6] 7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες