Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έργο
23 εγγραφές [11 - 20]
εργολήπτης ο [erγolíptis] Ο10 θηλ. εργολήπτρια [erγolíptria] Ο27 στη σημ. β : α.ο εργολάβος, ιδίως για μεγάλα έργα: ~ δημόσιων έργων. β. (ως επίθ.): H εργολήπτρια εταιρεία κήρυξε πτώχευση και το έργο σταμάτησε.

[λόγ. < αρχ. ἐργολήπτης· λόγ. εργολήπ(της) -τρια]

εργοληπτικός -ή -ό [erγoliptikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εργολήπτη ή με την εργοληψία.

[λόγ. εργολήπτ(ης) -ικός]

εργοληψία η [erγolipsía] Ο25 : (λόγ.) εργολαβία.

[λόγ. εργολήπ(της) -σία]

εργομετρία η [erγometría] Ο25 : τεχνική που αφορά τη μελέτη, ιδίως τη μέτρηση, του μυϊκού έργου.

[λόγ. < διεθ. ergo- = εργο- + -metry = -μετρία]

εργομετρικός -ή -ό [erγometrikós] Ε1 : που έχει σχέση με το εργόμετρο ή με την εργομετρία: Εργομετρικό ποδήλατο.

[λόγ. εργομετρ(ία) -ικός]

εργόμετρο το [erγómetro] Ο40 : συσκευή, συνήθ. εργομετρικό ποδήλατο ή κυλιόμενος τάπητας, για τη μέτρηση του μυϊκού έργου.

[λόγ. < διεθ. ergo- = εργο- + -meter = -μέτρον]

εργονομία η [erγonomía] Ο25 : επιστημονική μελέτη των επιδράσεων που δέχεται το άτομο από το εργασιακό περιβάλλον (χώρο, μέσα εργασίας κτλ.) και επινόηση μεθόδων για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων.

[λόγ. < αγγλ. ergonomics ή γαλλ. ergonomie < ergo- = εργο- + -nomics, -nomie = -νομία]

εργονομικός -ή -ό [erγonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εργονομία: Εργονομικά έπιπλα, σχεδιασμένα με τρόπο που βασίζεται στην εργονομία. εργονομικα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εργονομ(ία) -ικός]

εργοστασιακός -ή -ό [erγostasiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο εργοστάσιο: ~ εργάτης, ο εργάτης εργοστασίου. Εργοστασιακό σωματείο, στο οποίο ανήκουν οι εργαζόμενοι ενός μόνο εργοστασίου. Εργοστασιακή επιτροπή απεργών. Εργοστασιακό συγκρότημα.

[λόγ. εργοστάσι(ον) -ακός]

εργοστασιάρχης ο [erγostasiárxis] Ο10 θηλ. εργοστασιάρχης [erγosta siárxis] : ιδιοκτήτης εργοστασίου.

[λόγ. εργοστάσι(ον) + -άρχης (πρβ. σπάν. ελνστ. ἐργοστασιάρχης `προϊστάμενος εργαστηρίου΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες