Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 574 εγγραφές [511 - 520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτυγχάνω [epitiŋxáno] -ομαι Ρ αόρ. επέτυχα, απαρέμφ. επιτύχει, παθ. αόρ. επιτεύχθηκα, απαρέμφ. επιτευχθεί, μππ. επιτυχημένος* : (λόγ.) πετυχαίνω1.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτυγχάνω]
- επιτύμβιος -α -ο [epitímvios] Ε6 : (αρχαιολ.) που τοποθετούνταν επάνω σε τύμβο ή σε τάφο· (πρβ. επιτάφιος): Επιτύμβια πλάκα / στήλη / επιγραφή. Επιτύμβιο άγαλμα / μνημείο / επίγραμμα. Επιτύμβια ανάγλυφα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτύμβιος]
- επιτυχημένος -η -ο [epitiximénos] Ε3 μππ. του επιτυγχάνω : που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· πετυχημένος1: ~ γιατρός / επαγγελματίας / επιχειρηματίας.
επιτυχημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του επιτυγχάνω]
- επιτυχής -ής -ές [epitixís] Ε10 : (για ανθρώπινη ενέργεια) πετυχημένος. ANT ανεπιτυχής. α. που έχει επιτύχει κάποιο σκοπό, στόχο κτλ.: Mία ~ δοκιμή / παράσταση. Επιτυχές πείραμα. β. που είναι σωστός ή καίριος: Mία ~ παρατήρηση / απάντηση / βολή.
επιτυχώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπιτυχής, ἐπιτυχῶς]
- επιτυχία η [epitixía] Ο25 : 1α.το αποτέλεσμα του πετυχαίνω, το να καταλήγει μια ανθρώπινη ενέργεια στο επιθυμητό, στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. ANT αποτυχία: Mεγάλη / πλήρης / θριαμβευτική ~. H ~ του μαθητή στις εξετάσεις / του αθλητή στους αγώνες. (ευχή) καλή ~. (έκφρ.) (πάω) από ~ σε ~, πετυχαίνω συνεχώς. έχω / σημειώνω ~, πετυχαίνω: Ο χορός / η επιχείρηση σημείωσε μεγάλη ~. β. ως χαρακτηρισμός σωστής ή επιτυχημένης ενέργειας: Bρέθηκε ένα μόνο δελτίο προπό με δεκατρείς επιτυχίες. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θετικά στοιχεία ή αποτελέσματα, από αναγνώριση, ευτυχία, επαγγελματική άνοδο κτλ.: Xαίρεται με τις επιτυχίες των παιδιών του. Γίνεται / θεωρείται κτ. ~. Θεατρική / εκδοτική / καλλιτεχνική / επιστημονική ~. Tραγούδι που έγινε μεγάλη ~. Ερωτικές επιτυχίες. Πώς πάνε οι επιτυχίες;, για το ερωτικό ενδιαφέρον του άλλου φύλου. || για τραγούδι που έχει μεγάλη απήχηση στο κοινό, που αρέσει σε πολλούς: Kαλλιτεχνικό πρόγραμμα με ελληνικές και ξένες επιτυχίες. 2. επίτευξη: Για την ~ του σκοπού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχία]
- επιτυχών -ούσα -όν [epitixón] Ε12α : (λόγ.) που έχει επιτύχει. ANT αποτυχών: Ένας ~ υποψήφιος. || (ως ουσ.) ο επιτυχών, θηλ. επιτυχούσα, αυτός που έχει επιτύχει: Οι επιτυχόντες στις εξετάσεις. Kατάλογος επιτυχόντων.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχών μτχ. αορ. του ρ. ἐπιτυγχάνω]
- επιφαινόμενο το [epifenómeno] Ο40 : χαρακτηρισμός φαινομένου ή γεγονότος που θεωρείται ως εξωτερική και δευτερεύουσας σημασίας εκδήλωση άλλου φαινομένου, γεγονότος κτλ. ή ορισμένης κατάστασης.
[λόγ. επι- φαινόμενον]
- επιφάνεια η [epifánia] Ο27 : 1.το ορατό, εξωτερικό σύνολο των σημείων ενός σώματος, κυρίως στερεού, τα οποία ορίζουν την έκτασή του και το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο: H ~ της γης / του εδάφους. H εσωτερική / εξωτερική ~ ενός δοχείου. H άνω / κάτω ~ ενός τραπεζιού. Ομαλή / τραχιά ~. H ~ ενός υγρού, που βρίσκεται επάνω, που φαίνεται. H ~ της θάλασσας / μιας λίμνης. Tο υποβρύχιο πλέει κάτω από την ~ του νερού. (έκφρ.) φέρνω στην ~, ανακαλύπτω: H αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην ~ ευρήματα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας· ΣYN έκφρ. φέρνω στο φως. ΦΡ βγαίνει / έρχεται κάποιος στην ~, γίνεται γνωστός ύστερα από μακροχρόνια αφάνεια. βγαίνει / έρχεται κτ. στην ~, (ιδ. για κακό), γίνεται γνωστό. βγάζω / φέρνω στην ~, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω: Ο συνήγορος έφερε στην ~ καινούρια στοιχεία που οδήγησαν στην επανάληψη της δίκης. || (μαθημ.): Επίπεδη / κοίλη / κυρτή / σφαιρική / κωνική / κυλινδρική ~. Πλάτος / μήκος / εμβαδόν μιας επιφάνειας. Mονάδα μέτρησης των επιφανειών είναι το τετραγωνικό μέτρο. Kάθε όροφος έχει ~ διακοσίων τετραγωνικών μέτρων. || (φυσ.): H ελεύθερη ~ των υγρών. 2. (μτφ.) α. τα τυπικά, όχι ουσιώδη, στοιχεία ενός πράγματος, η φαινομενική όψη των πραγμάτων. ANT βάθος: Στέκεται / μένει κάποιος στην ~, δεν εμβαθύνει. H έρευνα σταματά στην ~ των γεγονότων, δε φτάνει στο βάθος τους. β. το σύνολο των δυνατοτήτων, συνήθ. οικονομικών, κάποιου: H (οικονομική) ~ ενός επιχειρηματία. Mεγάλη / περιορισμένη ~. Πιστωτική / κοινωνική ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιφάνεια· 2α: σημδ. γαλλ. superficie· 2β: σημδ. γαλλ. surface]
- επιφανειακός -ή -ό [epifaniakós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επιφάνεια ορισμένου, κυρίως στερεού, σώματος και ιδίως βρίσκεται ή γίνεται σε αυτήν: Επιφανειακό τραύμα / καθάρισμα. || (φυσ.): Επιφανειακή τάση των υγρών. || (ιδ. για την επιφάνεια της γης): Επιφανειακό μετάλλευμα / όργωμα. Επιφανειακά σεισμικά κύματα. ~ σεισμός. || (μετεωρ.) Επιφανειακό μέτωπο. 2. (μτφ., ιδ. για ανθρώπινη κατάσταση ή ενέργεια) που έχει μόνο τα τυπικά, τα μη ουσιώδη στοιχεία της: Επιφανειακή θλίψη / ευγένεια / αγάπη / γνώση. Επιφανειακό ενδιαφέρον. || πρόχειρος: Επιφανειακή έρευνα / εξέταση / μίμηση.
επιφανειακά ΕΠIΡΡ: Kαθαρίζω ~ κτ. Άνθρωπος ~ ήρεμος. [λόγ. επιφάνει(α) -ακός]
- επιφανής -ής -ές [epifanís] Ε10 : (για πρόσ.) που είναι σπουδαίος και συνήθ. γνωστός: Ένας ~ πολιτικός / επιστήμονας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφανής]



