Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξω
59 εγγραφές [21 - 30]
εξωλέμβιος -α -ο [eksolémvios] Ε6 : (για κινητήρα) που προσαρμόζεται σε μικρό σκάφος, ιδίως βάρκα, έτσι ώστε να βρίσκεται έξω από αυτό: Bάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα. || (ως ουσ.) η εξωλέμβιος, για βάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα: Ψαρεύει με εξωλέμβιο.

[λόγ. εξω- + λέμβ(ος) -ιος μτφρδ. αγγλ. outboard motor]

εξώλης [eksólis] : μόνο στη ΦΡ ~ και προώλης, για πρόσωπο πολύ ανήθικο ή διεφθαρμένο.

[λόγ. < αρχ. ἐξώλης `κατεστραμμένος, καταραμένος΄ από φρ. του Δημοσθένη για τους οπαδούς του Φιλίππου: θεοί… τούτους… ἐξώλεις καί προώλεις ποιήσατε `καταστρέψτε τους τέλεια και ολοκληρωτικά΄]

εξωμερίτης ο [eksomerítis] Ο10 : ξωμερίτης.

[λόγ. επίδρ. στο ξωμερίτης κατά την ετυμ. προέλευση ξω- < εξω-]

εξωμήτριος -α / -ος -ο [eksomítrios] Ε15 : (ιατρ.) που γίνεται έξω από τη μήτρα: Εξωμήτρια κύηση, ανώμαλη κύηση κατά την οποία το γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. || (ως ουσ.) το εξωμήτριο, έμβρυο που αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα.

[λόγ. εξω- + μήτρ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. extra-utérin]

έξωμος -η -ο [éksomos] Ε5 : (για ρούχο) που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Φοράει μια έξωμη τουαλέτα. || (ως ουσ.) το έξωμο, φόρεμα που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Δεν της αρέσουν τα έξωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔξωμος (ενν. χιτών)]

εξωμοσία η [eksomosía] Ο25 : η πράξη με την οποία κάποιος γίνεται εξωμότης: Οι εξωμοσίες και ιδίως οι βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν το χριστιανικό πληθυσμό της πεδινής Θεσσαλίας.

[λόγ. < αρχ. ἐξωμοσία `άρνηση με όρκο πως κάποιος ξέρει κτ.΄ σημδ. ιταλ. rinnegazione]

εξωμότης ο [eksomótis] Ο10 : αυτός που αρνήθηκε τη θρησκεία του και ασπάστηκε άλλη· αρνησίθρησκος: Xριστιανός ~.

[λόγ. εξωμο(σία) -της]

εξωνάρθηκας ο [eksonárθikas] Ο5 : στεγασμένος χώρος που βρισκόταν κατά μήκος της δυτικής πλευράς των χριστιανικών ναών πριν από τον εσωνάρθηκα.

[λόγ. < μσν. εξωνάρθηξ, αιτ. -ηκα < εξω- + νάρθηξ]

εξώνηση η [eksónisi] Ο33 : (νομ.) το δικαίωμα του πωλητή να αγοράσει πάλι από τον αγοραστή το αγαθό που του πούλησε συνήθ. μέσα σε ορισμένη προθεσμία και με ορισμένη τιμή.

[λόγ. < μσν. εξώνησις `εξαγορά΄ < αρχ. ἐξωνη- (ἐξωνοῦμαι) -σις > -ση σημδ. γαλλ. réméré, rachat]

εξωνούμαι [eksonúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εξαγοράζω.

[λόγ. < αρχ. ἐξω νοῦ μαι `εξαγοράζω΄]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες