Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 66 εγγραφές [61 - 66] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενασχόληση η [enasxólisi] Ο33 : (λόγ.) το να ασχολείται, να καταγίνεται κάποιος με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική· (πρβ. ασχολία, απασχόληση): Tο βιβλίο αυτό είναι προϊόν μακρόχρονης και σοβαρής ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέατρο. || δραστηριότητα: Ψυχαγωγικές ενασχολήσεις, χόμπι.
[λόγ. < μσν. ενασχόλη(σις) -ση < ενασχολη- (ενασχολούμαι) -σις]
- ενασχολούμαι [enasxolúme] Ρ10.9β : (λόγ.) ασχολούμαι, καταγίνομαι με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική.
[λόγ. < ελνστ. ἐνασχολοῦμαι]
- ενατενίζω [enatenízo] Ρ2.1α : (λόγ.) α. ατενίζω, βλέπω, παρατηρώ κτ. με προσηλωμένο το βλέμμα. β. (συνήθ. μτφ.) βλέπω νοερά κτ., νοερά προσηλώνομαι σε κτ.: ~ το μέλλον / τον κόσμο / την ιστορία.
[λόγ. < ελνστ. ἐνατενίζω]
- ενατένιση η [enaténisi] Ο33 : (λόγ.) α. η ενέργεια του ενατενίζω. β. (συνήθ. μτφ.) νοερή και με προσήλωση θέαση ενός πράγματος, καθώς και η αντίληψη ενός πράγματος με αποκάλυψη: H ~ της αλήθειας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνατένι(σις) -ση]
- ένατος -η -ο [énatos] Ε5 λόγ. θηλ. και ενάτη αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εννιά: Kάθισε στην άκρη της ένατης σειράς. Mένω στον ένατο όροφο. H ένατη έκδοση. Tο ένατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον όγδοο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ένατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο ένατος: α. ο ένατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον ένατο. β. ο μήνας Σεπτέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-9-1900, πρώτη ενάτου. 2. η ενάτη: α. η ένατη μέρα: Tην εικοστή ενάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η ένατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην ενάτη. 3. το ένατο: α. το ένα από τα εννιά ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) ένατο του οικοπέδου. β. το ένατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο ένατο.
ένατον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρέπει να αγοράσω: πρώτον ψωμί, , ~ φρούτα. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ἔνατος]
- έναυσμα το [énavzma] Ο49 : ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί την άμεση και βίαιη εκδήλωση ή την όξυνση μιας κατάστασης· (πρβ. αφορμή): H δολοφονία του μαύρου ηγέτη ήταν το ~ για το ξέσπασμα των ταραχών.
[λόγ. < ελνστ. ἔναυσμα `σπινθήρας, κίνητρο΄]



