Dictionary of Standard Modern Greek
| 66 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- εναπόκειται [enapó
ite] Ρ : (λόγ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει αφεθεί στη θέληση, κρίση, εξουσία, διάθεση κτλ. κάποιου: Σ΄ εσάς ~ η απόφαση, από εσάς εξαρτάται. || (απρόσ.): ~ σ΄ εσάς να τηρήσετε τους όρους της συμφωνίας. [λόγ. γ' εν. < ελνστ. ρ. ἐναπόκειμαι `είμαι αποθηκευμένος΄ σημδ. αγγλ.(;) lie in]
- εναπομένω [enapoméno] Ρ αόρ. εναπέμεινα και εναπόμεινα, απαρέμφ. εναπομείνει : υπάρχω ως υπόλοιπο· απομένω: Mια μόνο ελπίδα μάς εναπέμεινε.
[λόγ. < ελνστ. ἐναπομένω]
- ενάργεια η [enárjia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εναργούς· σαφήνεια, καθαρότητα λόγου, διανοήματος, έκφρασης: ~ ύφους. Εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με ~.
[λόγ. < αρχ. ἐνάργεια]
- εναργής -ής -ές [enarjís] Ε10 : (λόγ., για σκέψη, λόγο κτλ.) που τον αντιλαμβάνονται με απόλυτη σαφήνεια· σαφής, καθαρός, ξεκάθαρος: ~ σκέ ψη / διατύπωση / περιγραφή. Εναργές ύφος. || ~ μνημονική εικόνα, ευκρινής, ξεκάθαρη.
[λόγ. < αρχ. ἐναργής]
- ενάρετος -η -ο [enáretos] Ε5 : που έχει ηθικές αρχές, αρετές, που ζει σύμφωνα με αυτές, ηθικός: ~ νέος. || σύμφωνος με ηθικές αρχές, αρετές: ~ βίος.
ενάρετα ΕΠIΡΡ: Zω ~. [λόγ. < ελνστ. ἐνάρετος]
- έναρθρος 1 -η -ο [énarθros] Ε5 : που παράγεται με την εκφώνηση φθόγγων και το συνδυασμό τους σε λέξεις. ANT άναρθρος 1. || ~ λόγος, ο λόγος, η ομιλία του ανθρώπου, συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ενδιάθετος λόγος.
[λόγ. < ελνστ. ἔναρθρος]
- έναρθρος 2 -η -ο : (γραμμ.) για λέξη που κατά την εκφορά της στο λόγο συνοδεύεται από (οριστικό) άρθρο· σύναρθρος. ANT άναρθρος 2: Έναρθρο απαρέμφατο. ~ προσδιορισμός. Έναρθρες μετοχές.
έναρθρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. εν- άρθρ(ον) -ος κατά το αντ. άναρθρος 2]
- εναρκτήριος -α -ο [enarktírios] Ε6 : με τον οποίο αρχίζει ένα έργο, μια δραστηριότητα· που γίνεται για την έναρξη, και γι΄ αυτό έχει συνήθ. χαρακτήρα επίσημο ή πανηγυρικό: Εναρκτήριο μάθημα, το πρώτο. Εναρκτήρια τελετή / ομιλία. ~ λόγος. (έκφρ.) εναρκτήριο λάκτισμα*.
[λόγ. εναρκ- (δες έναρξις) -τήριος]
- εναρκτικός -ή -ό [enarktikós] Ε1 : (γραμμ.) για παράγωγα ρήματα (της αρχ. ελληνικής και λατινικής) που δηλώνουν την έναρξη του σημαινόμενου από την πρωτότυπη λέξη: Tο “γηράσκω” είναι εναρκτικό ρήμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐναρκτικός]
- εναρμονίζω [enarmonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(μουσ.) προσαρμόζω σε μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία. 2. (μτφ.) α. προσαρμόζω, μεταβάλλω κτ., ώστε να μη συγκρούεται με άλλο, να εντάσσεται ή να ταιριάζει σε αυτό: Πρέπει να εναρμονίσετε τις προσωπικές σας φιλοδοξίες με το συμφέρον της εταιρείας. Οι προτάσεις του ήταν απόλυτα εναρμονισμένες με τους στόχους της κυβέρνησης. || (παθ., για πρόσ.) αποδέχομαι τις θέσεις, κατευθύνσεις ή επιλογές άλλου και ενεργώ σύμφωνα με αυτές: Tον κατηγορούν ότι έχει πλήρως εναρμονιστεί με την αντίπαλη παράταξη. β. συντονίζω ενέργειες κτλ. μεταξύ τους: Πρέπει να εναρμονίσουμε τις προσπάθειές μας. Εναρμονισμένες ενέργειες.
[λόγ. εναρμό ν(ιος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. s΄harmoniser (< λατ. harmonia < αρχ. ἁρμονία)]



