Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 66 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάντιος -α -ο [enándios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναντία : αντίθετος. α. που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση: Ο ~ άνεμος μας εμπόδιζε να μπούμε στο λιμάνι. β. διαφορετικός, αντίθετος εκ διαμέτρου. (απαρχ. έκφρ.) εν εναντία περιπτώσει*. || (ως ουσ.) το ενάντιο, το αντίθετο: Aπ΄ όσα του είπαν, αυτός έκανε τα ενάντια. (λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. γ. που αντιτίθεται· αντιτιθέμενος: Έχουν ενάντιες απόψεις. Διαφωνούν, γιατί έχουν ενάντια συμφέροντα. Yπηρετούν συμφέροντα ενάντια προς / με τα δικά μας.
ενάντια* & εναντίον* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐναντίος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στην προπαραλ.: αδέξιος]
- εναντιότητα η [enandiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενάντιου, η εκ διαμέτρου αντίθεση.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιότης, αιτ. -ότητα (πρβ. μσν. εναντιότη μεταπλ. με βάση την ονομ.)]
- εναντιωματικός -ή -ό [enandiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που περιέχει ή δείχνει έννοια αντίθεσης ή εναντίωσης: Εναντιωματικοί σύνδεσμοι, αντιθετικοί. Εναντιωματική μετοχή. Εναντιωματική πρόταση.
[λόγ. < ελνστ. ἐναντιωματικός]
- εναντιώνομαι [enandiónome] Ρ1β : παίρνω θέση αντίθετη προς κπ. ή κτ.· αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι: Kανείς δεν τόλμησε να εναντιωθεί στα σχέδιά τους. Mη μου εναντιώνεσαι.
[λόγ. < αρχ. ἐναντι(οῦμαι) -ώνομαι]
- εναντίωση η [enandíosi] Ο33 : το να παίρνει ή να εκδηλώνει κάποιος θέση ή στάση αντίθετη προς κτ. ή κπ. άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἐναντίω(σις) -ση]
- εναπόθεμα το [enapóθema] Ο49 : (συνήθ. επιστ.) ό,τι εναποτίθεται· η μάζα των υλικών που συγκεντρώνεται κάπου ως αποτέλεσμα μιας μετακίνησης, ροής κτλ.: Tα εναποθέματα στις όχθες των ποταμών, τα υλικά που μεταφέρονται και συγκεντρώνονται στις όχθες τους, ύστερα από πλημμύρα. Aργιλώδη εναποθέματα.
[λόγ. εν- απόθεμα απόδ. γαλλ. dépἄt ή αγγλ. deposit]
- εναπόθεση η [enapóθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναποθέτω. || (συνήθ. πληθ.) εναπόθεμα: Εναποθέσεις αλάτων στον πυθμένα ενός λέβητα.
[λόγ. < ελνστ. ἐναπόθε(σις) `κατάθεση΄ -ση κατά τη σημ. των εναποθέτω, εναπόθεμα]
- εναποθέτω [enapoθéto] -ομαι, εναποτίθεμαι [enapotíθeme] Ρ αόρ. εναπέθεσα και εναπόθεσα, απαρέμφ. εναποθέσει, παθ. εναποτίθεμαι, εναποτίθεσαι, εναποτίθεται, εναποτιθέμεθα, εναποτίθεστε, εναποτίθενται, και (προφ.) εναποθέτομαι, αόρ. εναποτέθηκα, απαρέμφ. εναποτεθεί : α. (συνήθ. παθ.) συγκεντρώνομαι κάπου ως αποτέλεσμα μετακίνησης, ροής κτλ.: H λάσπη που εναποτίθεται στις όχθες του ποταμού. || Ένα μέρος της εισπνεόμενης σκόνης εναποτίθεται στους βρόγχους. β. αναμένω από άλλον την εκπλήρωση προσδοκίας ή ελπίδας μου, εγκαταλείποντας κάθε προσωπική προσπάθεια: ~ τις ελπίδες μου στο Θεό, στηρίζω τις ελπίδες μου σ΄ αυτόν, ελπίζω μόνο σ΄ αυτόν. ~ τις προσδοκίες μου στην τύχη. Στην ευσπλαχνία Σου, Θεέ μου, εναποθέτουμε τη σωτηρία της ψυχής μας. || H τήρηση των όρων της συμφωνίας εναποτίθεται στην καλή πίστη των συμβαλλομένων.
[λόγ. < ελνστ. ἐναποτίθημι `αποθηκεύω΄ μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, σημδ.: α: γαλλ. déposer· β: γαλλ. se reposer· λόγ. < ελνστ. ἐναποτίθεμαι]
- εναποθήκευση η [enapoθíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναποθηκεύω· αποθήκευση.
[λόγ. εναποθηκεύ(ω) -σις > -ση]
- εναποθηκεύω [enapoθikévo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω κτ. σε αποθήκη, για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω· αποθηκεύω.
[λόγ. εν- αποθηκεύω μτφρδ. γαλλ. emmagasiner]



