Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενανθρακώνω [enanθrakóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω με άνθρακα μια μάζα σιδήρου ή κράματος, για να αυξήσω τη σκληρότητά του.
[λόγ. εν- ανθρακ- (δες άνθρακας) -ώ > -ώνω μτφρδ. αγγλ. carburize, carbonize]
- ενανθράκωση η [enanθrákosi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ενανθρακώνω: ~ μαλακού χάλυβα. Mέθοδοι ενανθράκωσης.
[λόγ. ενανθρακω- (δες ενανθρακώνω) -σις > -ση]
- ενανθρακωτικός -ή -ό [enanθrakotikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για ενανθράκωση: Ενανθρακωτικά μέσα / υγρά / αέρια.
[λόγ. ενανθρακω- (δες ενανθρακώνω) -τικός]
- ενανθρώπηση η [enanθrópisi] Ο33 : (θεολ.) η ενσάρκωση του Yιού και Λόγου του Θεού και η παραμονή του μεταξύ των ανθρώπων: Στο μυστήριο της θείας ενανθρώπησης θεμελιώνεται όλη η διδασκαλία και η πίστη της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνανθρώπη(σις) -ση]
- ενανθρωπίζομαι [enanθropízome] Ρ2.1β : (θεολ.) αποκτώ σωματική, ανθρώπινη υπόσταση· ενσαρκώνομαι.
[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐνανθρωπίζω]
- έναντι [énandi] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος. α. (λόγ.) με καθαρά τοπική σημασία· απέναντι, αντίκρυ: ~ της εισόδου. β. για δήλωση σύγκρισης: Yστερεί ~ όλων των άλλων, σε σύγκριση, σε σχέση με όλους τους άλλους. γ. σε σχέση με κτ., όσον αφορά κτ., ως προς κτ.: Είναι συνεπής ~ των υποχρεώσεών του. δ. με αντάλλαγμα κτ. (συνήθ. ορισμένο χρηματικό ποσό)· αντί: Πουλήθηκε ~ δύο εκατομμυρίων δραχμών. 2. (απολύτως) για να δηλωθεί η καταβολή ή η λήψη μέρους από οφειλόμενο ποσό ή λογαριασμό που δεν έχει ακόμη κλείσει: Kατέβαλε χίλιες δραχμές ~. Έλαβα χίλιες δραχμές ~. Δώσε κτ. ~.
[λόγ. < ελνστ. ἔναντι `επί παρουσία κάποιου, απέναντι΄ & σημδ. γαλλ. contre]
- ενάντια [enándia] επίρρ. : α.~ σε, σε θέση πρόθεσης, αντίθετα προς την κατεύθυνση κάποιου· κόντρα σε: Πλέαμε ~ στον άνεμο. β. αντίθετα προς τη βούληση, τις επιδιώξεις κάποιου· κόντρα: Mη μου πας ~. Όλο ~ μου πηγαίνεις.
[λόγ. ενάντι(ος) επίρρ. -α (διαφ. το συγγ. αρχ. επίρρ. ἐναντία (ίδ. σημ.) < ουδ. πληθ. του ἐναντίος)]
- εναντιολογία η [enandiolojía] Ο25 : αντίρρηση, αντιλογία.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογία]
- εναντιολογώ [enandioloγó] Ρ10.9α : προβάλλω αντιρρήσεις, εκφράζω το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει κάποιος.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογῶ]
- εναντιομορφία η [enandiomorfía] Ο25 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφισμός.
[λόγ. < γερμ. Εnantiomorphie < enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ie = -ία]