Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. αγκαλιάζω κπ. ή κτ. || (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που αγκαλιάζονται. β. (μτφ.) β1. περιβάλλω κπ. ή κτ. με στοργή. β2. ενστερνίζομαι.
[λόγ. < ελνστ. ἐναγκαλίζομαι]
- εναγκαλισμός ο [enaŋgalizmós] Ο17 : (λόγ.) α. αγκάλιασμα, περίπτυξη. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) στενές σχέσεις συνεργασίας: Οι εναγκαλισμοί του με το καθεστώς των τυράννων.
[λόγ. εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) -μός]
- εναγόμενος ο [enaγómenos] Ο19 θηλ. εναγόμενη [enaγómeni] Ο32 & (λόγ.) εναγομένη [enaγoméni] Ο30 γεν. πληθ. εναγομένων : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή την οποία έκανε ο άλλος (ο ενάγων)· (πρβ. κατηγορούμενος, εγκαλούμενος).
[λόγ. < ελνστ. ὁ ἐναγόμενος μπε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. θηλ. εναγό(μενος) -μένη & μετακ. τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]
- ενάγω [enáγo] -ομαι Ρ (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενήγα, αόρ. ενήγαγα, απαρέμφ. εναγάγει : (λόγ., νομ.) εγκαλώ κπ. σε δίκη με αγωγή· κάνω αγωγή σε κπ.: ~ κπ. ποινικώς / πολιτικώς. || (μεε. ως ουσ.) ο ενάγων*. || (μπε. ως ουσ.) ο εναγόμενος*.
[λόγ. < αρχ. ἐνάγω]
- ενάγων ο [enáγon] θηλ. ενάγουσα [enáγusa] Ο (βλ. Ε12) : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός ο οποίος έχει κάνει την αγωγή εναντίον του άλλου (του εναγομένου) ζητώντας την επανόρθωση ζημίας που έπαθε· (πρβ. κατήγορος, εγκαλών): Πολιτικώς ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐνάγων μεε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. ενάγ(ων) -ουσα]
- εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα.
εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση. [λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]
- εναέριος -α -ο [enaérios] Ε6 : α.που βρίσκεται, που αιωρείται στον αέρα: Εναέριο καλώδιο. Εναέρια σύρματα. ~ σιδηρόδρομος, που κινείται σε αιωρούμενο σύρμα. || (βοτ.) εναέριες ρίζες, που αναπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β. που γίνεται, που έχει σχέση με τα αεροπλάνα ή με τις αεροπορικές συγκοινωνίες: Εναέρια συγκοινωνία. Περιοχή εναέριας κυκλοφορίας, τομέας του εναέριου χώρου όπου ασκείται έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐναέριος]
- εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.
[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]
- εναιώρημα το [eneórima] Ο49 : διάλυμα στερεάς ουσίας σε υγρό, που τα μόριά της δεν έχουν διαλυθεί αλλά αιωρούνται.
[λόγ. < αρχ. ἐναιώρημα]
- ενάλιος -α -ο [enálios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναλία : που βρίσκεται, που υπάρχει μέσα στη θάλασσα· (πρβ. θαλάσσιος, υποθαλάσσιος, υποβρύχιος): ~ κόσμος / πλούτος. Ενάλιοι πόροι Ενάλια ζωή. Ενάλια βάθη. Ενάλιες θεότητες. Ενάλιοι θεοί. Ενάλιες αρχαιότητες. Ενάλια αρχαιολογικά ευρήματα, που τα βρίσκουν στο βυθό της θάλασσας. «Εφορεία Εναλίων Aρχαιοτήτων».
[λόγ. < αρχ. ἐνάλιος & σημδ. γαλλ. maritime]



