Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπειρο
5 εγγραφές [1 - 5]
εμπειρογνώμονας ο [embiroγnómonas] Ο5 : το πρόσωπο που, επειδή έχει ειδική γνώση και πείρα, μπορεί και καλείται να εκφέρει γνώμη πάνω σε ένα πρακτικό ζήτημα ή πρόβλημα· (πρβ. πραγματογνώμονας): Έκθε ση / επιτροπή εμπειρογνωμόνων.

[λόγ. εμπειρογνώ μ(ων) -ονας]

εμπειρογνώμων ο [embiroγnómon] θηλ. εμπειρογνώμων [embiroγnó mon] Ο : (λόγ.) εμπειρογνώμονας.

[λόγ. έμπειρ(ος) -ο- + γνώμ(η) -ων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εμπειροπόλεμος -η -ο [embiropólemos] Ε5 : που έχει, αρκετή ή πολλή, εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις: Aξιόμαχο και εμπειροπόλεμο στράτευμα. Εμπειροπόλεμη δύναμη. Εμπειροπόλεμοι στρατιώτες.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπειροπόλεμος]

έμπειρος -η -ο [émbiros] Ε5 : (για πρόσ. που ασκεί ορισμένο έργο) που έχει πείρα, γνώσεις και ικανότητες αποκτημένες στην πράξη· πεπειραμένος. ANT άπειρος: ~ οδηγός / γιατρός / εργάτης / τεχνίτης / κυνηγός / πολιτικός.

[λόγ. < αρχ. ἔμπειρος]

εμπειροτέχνης ο [embirotéxnis] Ο10 : εμπειρικός τεχνίτης.

[λόγ. έμπει ρ(ος) -ο- + τέχν(η) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες