Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έκφανση
1 item total
έκφανση η [ékfansi] Ο33 : (λόγ.) ο τρόπος και τα φαινόμενα με τα οποία κτ. γίνεται φανερό, εκδηλώνεται, αποκαλύπτεται· (πρβ. έκφραση, εκδήλωση): Οι ποικίλες εκφάνσεις της ζωής.

[λόγ. < ελνστ. ἔκφαν(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go