Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχαρος
2 εγγραφές [1 - 2]
άχαρος 1 -η -ο [áxaros] Ε5 : που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά· άκομψος. ANT χαριτωμένος: Άχαρο ντύσιμο. Είναι πολύ ψηλός και ~. Άχαρη ηλικία, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας. άχαρα ΕΠIΡΡ: Nτυμένος ~.

[αρχ. ἄχαρ(ις) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος]

άχαρος 2 -η -ο : που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά: Άχαρη δουλειά / κουβέντα / ζωή. Tου ανάθεσαν τον άχαρο ρόλο / το άχαρο καθήκον να…, για κτ. δυσάρεστο, που δε θα ήθελε κανείς να το αναλάβει.

[α- 1 χαρ(ά) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες