Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφεση η [áfesi] Ο33 : α.συνήθ. ~ αμαρτιών, συγχώρεση ηθικών αμαρτημάτων ή άλλων σφαλμάτων: Δίνω / παίρνω ~ αμαρτιών. β. (λογοτ.) εγκατάλειψη: H ~ στην ορμή της έμπνευσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις της εύκολης στιχουργίας. || απαλλαγή από κτ. που δεσμεύει, περιορίζει ή από υποχρέωση.
[λόγ. < αρχ. ἄφε(σις) -ση `άφημα΄, ελνστ. σημ.: `συγχώρεση΄]



