Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφεριμ
1 εγγραφή
άφεριμ [áferim] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ., για δήλωση ευαρέσκειας ή επιδοκιμασίας) μπράβο: ~! ωραία τα κατάφερες.

[τουρκ. (διαλεκτ.) aferim, < aferin (από τα περσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες