Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφεριμ [áferim] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ., για δήλωση ευαρέσκειας ή επιδοκιμασίας) μπράβο: ~! ωραία τα κατάφερες.
[τουρκ. (διαλεκτ.) aferim, < aferin (από τα περσ.)]



