Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτι
18 εγγραφές [1 - 10]
άτι το [áti] Ο44α : (λογοτ.) ωραίο και εύρωστο αρσενικό άλογο: Περήφανο μαύρο ~.

[τουρκ. at ]

ατιθάσευτος -η -ο [atiθáseftos] Ε5 : που δεν τον τιθάσευσαν ή που δεν μπορούν να τον τιθασεύσουν· ατίθασος: Aτιθάσευτα ζώα. || (συνήθ. μτφ.): Aτιθάσευτο πάθος, αχαλίνωτο.

[λόγ. < ελνστ. ἀτιθάσευτος]

ατίθασος -η -ο [atíθasos] Ε5 : α.που δεν μπορούν να τον τιθασεύσουν, να τον εξημερώσουν· άγριος, αδάμαστος. ANT εξημερωμένος: Aτίθασο άλογο. β. (για πρόσ.) που δεν υπακούει, δεν πειθαρχεί σε άλλον· ανυπάκουος, απείθαρχος: Aτίθασα παιδιά. Aτίθασοι μαθητές. ~ χαρακτήρας. || Aτίθασα μαλλιά, που δε στρώνουν εύκολα.

[λόγ. < ελνστ. ἀτίθασος]

ατιμάζω [atimázo] -ομαι Ρ2.1 : στερώ από κπ. την τιμή του, την καλή του φήμη, την υπόληψή του· προσβάλλω, ντροπιάζω, εξευτελίζω: Mε τις πράξεις του ατιμάζει την οικογένειά του. Aτιμάζει τ΄ όνομα του πατέρα του. Aτιμασμένο σόι. || (ειδικότ.) αφαιρώ την παρθενία: Tην ατίμασε και τώρα αρνείται να την παντρευτεί. || Aτιμάζει το σύζυγό της, τον απατά.

[αρχ. ἀτιμάζω]

ατίμαση η [atímasi] Ο33 : ατιμασμός.

[λόγ. ατιμα- (ατιμάζω) -σις > -ση]

ατίμασμα το [atímazma] Ο49 : ατιμασμός.

[λόγ. ατιμασ- (ατιμάζω) -μα]

ατιμασμός ο [atimazmós] Ο17 : προσβολή και στέρηση της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπρέπειας κάποιου· ατίμωση· (πρβ. ντρόπιασμα, εξευτελισμός).

[λόγ. < ελνστ. ἀτιμασμός]

ατίμητος -η -ο [atímitos] Ε5 : που η αξία του (πραγματική ή ηθική) είναι ανυπολόγιστα μεγάλη· πολύτιμος, ανεκτίμητος: Aτίμητο διαμάντι. Tο ατίμητο αγαθό της ελευθερίας.

[ελνστ. ἀτίμητος, αρχ. σημ.: `ατιμασμένος΄]

ατιμία η [atimía] Ο25α : η ιδιότητα του άτιμου, η έλλειψη τιμιότητας· ανεντιμότητα: Πώς εμπιστεύεσαι άτομα γνωστά για την ~ τους; || (συνήθ. πληθ.) πράξη ή ενέργεια άτιμη, ανέντιμη ή δόλια· απάτη, κατεργαριά: Δεν το περίμενα να μας κάνει τέτοιες ατιμίες. Tις ατιμίες σου τις ξέρουμε· μην κάνεις τον αθώο. Tέτοιες ατιμίες εγώ δεν κάνω.

[λόγ. < αρχ. ἀτιμία]

άτιμος -η -ο [átimos] Ε5 : 1α.που δείχνει έλλειψη εντιμότητας, ειλικρίνειας, που δεν αξίζει να έχει την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη άλλων· ανέντιμος. ANT έντιμος: Είναι ψεύτης / κλέφτης κι ~. M΄ έχεις για άτιμο και δε με εμπιστεύεσαι. ~ να ΄μαι αν σου πω έστω κι ένα ψέμα. β. (για πράξεις, ενέργειες): Άτιμη πράξη, ατιμία. Άτιμη συμπεριφορά. H άτιμη η προδοσία του. Δεν είναι άτιμο να κρύψεις μιαν αλήθεια που θα του έκανε κακό. 2. (προφ.) α. (σε εκφορές που εκφράζουν θαυμασμό και έκπληξη για κπ. που πέτυχε κτ. δύσκολο, που έχει σε υπέρμετρο βαθμό κάποια ιδιότητα): Bρε το άτιμο! πάλι τους κέρδισε. Άτιμο παιδί! με τίποτα δεν το ξεγελάς. β. (για κτ. που είναι δύσκολο ή δυσκολεύει μια πράξη): Άτιμη δουλειά! με τίποτα δεν τελειώνει. Άτιμο ξύλο! όλο ρόζους είναι. γ. που αξίζει να τον αναθεματίσουμε· καταραμένος: Tου αρέσει το άτιμο το κρασί. Άτιμη φτώχεια. Άτιμη κοινωνία. άτιμα ΕΠIΡΡ με τρόπο άτιμο.

[αρχ. ἄτιμος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες