Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτεχνος
1 εγγραφή
άτεχνος -η -ο [átexnos] Ε5 : α.κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος χωρίς τέχνη· κακότεχνος, κακόγουστος, κακοφτιαγμένος, άκομψος, ακαλαίσθητος: Άτεχνη διακόσμηση. ~ ζωγραφικός πίνακας. Άτεχνο οικοδόμημα. Άτεχνο ύφος. ~ λόγος. Άτεχνες ρητορείες. β. (για ενέργειες) αδέξιος: Άτεχνη σκευωρία. γ. (για πρόσ.) που δε γνωρίζει καλά την τέχνη του: ~ ζωγράφος / χαράκτης / ξυλουργός. άτεχνα ΕΠIΡΡ με τρόπο άτεχνο· αδέξια ή ακαλαίσθητα: ~ κατασκευασμένο κόσμημα.

[αρχ. ἄτεχνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες