Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτεγκτος
1 εγγραφή
άτεγκτος -η -ο [áteŋgtos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν αισθάνεται λύπη ή οίκτο ώστε να υποχωρήσει, να καμφθεί, ανυποχώρητα ή άσπλαχνα σκληρός· αμείλικτος, ανελέητος: ~ κριτής / εκδικητής. Οι δικαστές δεν πρέπει να είναι πάντα άτεγκτοι και ψυχροί εφαρμοστές του νόμου. || Άτεγκτη δικαιοσύνη. ~ νόμος. άτεγκτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄτεγκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες