Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσφιχτος -η -ο [ásfixtos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφίξει, που δεν είναι σφιγμένος: Άσφιχτα κορδόνια.
άσφιχτα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἄσφιγκτος με αποβ. του [ŋ] πριν από [k] και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] κατά το σφιγκτός > σφικτός > σφιχτός]



