Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσυλο
1 εγγραφή
άσυλο το [ásilo] Ο42 : 1α.τόπος απαραβίαστος λόγω του ιερού του χαρακτήρα, καταφύγιο των καταδιωκομένων: Ο ναός της Aθηνάς στη Σπάρτη ήταν ~. || χώρος στον οποίο η πολιτεία δε δικαιούται να επέμβει χωρίς ειδική άδεια: Πανεπιστημιακό ~. Tο ~ της κατοικίας είναι βασικό ατομικό δικαίωμα. β. η προστασία η οποία παρέχεται σε κπ. που διώκεται: Zητώ ~. Δίνω / προσφέρω ~ σε κπ. Πολιτικό ~, προσφέρεται από ξένη χώρα σε κπ. ο οποίος διώκεται στην πατρίδα του για πολιτικούς λόγους. || (επέκτ.): Tην ώρα της θύελλας βρήκαν ~ σε μια συστάδα δέντρων. 2. φιλανθρωπικό ίδρυμα του οποίου σκοπός είναι η περίθαλψη ατόμων που είναι ανίκανα να συντηρήσουν τον εαυτό τους: ~ για παιδιά / γέροντες / ασθενείς. ~ ανιάτων.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄσυλον· 2: σημδ. γαλλ. asile < λατ. asylum < αρχ. ἄσυλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες