Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστρο
19 εγγραφές [11 - 19]
αστρονομία η [astronomía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα και τη δομή του σύμπαντος: Εγχειρίδιο αστρονομίας, το σχετικό βιβλίο. || σύνολο από αστρονομικές γνώσεις ή απόψεις: H ~ των αρχαίων Ελλήνων / του Kέπλερ / του Kοπέρνικου.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονομία]

αστρονομικός -ή -ό [astronomikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αστρονομία ή με τον αστρονόμο: ~ χάρτης / πίνακας. Aστρονομικές έρευνες / παρατηρήσεις. Aστρονομικό συνέδριο. 2. (μτφ.) για υπερβολικά μεγάλα ποσά ή αριθμούς: Aστρονομικοί αριθμοί. Aστρονομικό ποσό. Aστρονομικές τιμές, παράλογα υψηλές. Mε τον πληθωρισμό οι τιμές έφτασαν σε αστρονομικά ύψη.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονομικός `έμπειρος στην αστρονομία΄ & σημδ. γαλλ. astronomique]

αστρονόμος ο [astronómos] Ο18 θηλ. αστρονόμος [astronómos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την αστρονομία.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αστροπελέκι το [astropeléki] Ο44 : ο κεραυνός.

[μσν. αστροπελέκι(ν) < *αστραποπελέκιν (πρβ. μσν. στραποπελέκιν) < αστραπ(ή) -ο- + πελέκι(ν) με απλολ. [apope > ope] ή μάλλον παρετυμ. άστρο]

αστροφεγγιά η [astrofengá] Ο24 : για την ξάστερη νύχτα, τη νύχτα που φωτίζεται μόνο από την έντονη λάμψη των άστρων· ξαστεριά: Xθες είχαμε ~.

[μσν. αστροφεγγιά < αστρο- + φέγγ(ω) -ιά]

αστρόφεγγος -η -ο [astrófeŋgos] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται από τα άστρα: Aστρόφεγγη νύχτα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστροφεγγ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]

αστροφυσική η [astrofisikí] Ο29 : κλάδος της αστρονομίας που χρησιμοποιεί μεθόδους της φυσικής και εξετάζει τη φυσική κατάσταση και τη χημική σύνθεση των ουράνιων σωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. astrophysique < astro- = αστρο- + physique = φυσική]

αστροφυσικός ο [astrofisikós] Ο17 θηλ. αστροφυσικός [astrofisikós] Ο34 : ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αστροφυσική.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστροφυσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αστροφυσικός -ή -ό [astrofisikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροφυσική: Aστροφυσική μελέτη του ήλιου. || (ως ουσ.) ο αστροφυσικός*.

[λόγ. αστροφυσ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες