Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άστρι το [ástri] Ο44 & αστρί το [astrí] Ο43 : (λαϊκότρ.) το αστέρι. || η Πούλια.
[ελνστ. ἄστριον (μαρτυρείται στη σημ.: `αρχιτεκτονικό στολίδι΄) υποκορ. του αρχ. ἄστρον· μσν. *αστρίον υποκορ. του αρχ. ἄστρον]
- αστρικός -ή -ό [astrikós] Ε1 : (αστρον.) που προέρχεται από τους αστέρες ή που έχει σχέση με αυτούς: Aστρικό φως. Aστρική ακτινοβολία / τροχιά / κίνηση. Aστρική ημέρα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις ενός αστέρα. ~ χρόνος, που βασίζεται στην αστρική ημέρα. Aστρικό εκκρεμές.
[λόγ. < αρχ. ἀστρικός `που αναφέρεται στους αστέρες΄ σημδ. γαλλ. sidéral]
- άστριοι οι [ástrii] Ο19 : (γεωλ.) ομάδα ορυκτών που περιέχουν αργίλιο και πυρίτιο και που έχουν μεγάλη εξάπλωση στη φύση.
[λόγ. πληθ. < ελνστ. ἄστριος `είδος πολύτιμου λίθου΄]
- αστρίτης ο [astrítis] Ο10 : είδος μικρού δηλητηριώδους φιδιού που συγγενεύει με την οχιά και ζει σε ξερά και ηλιόλουστα μέρη με αραιή βλάστηση.
[άστρ(ο) -ίτης]



