Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άστοργος -η -ο [ástorγos] Ε5 : που δεν αισθάνεται στοργή, που χαρακτηρίζεται από αστοργία: Άστοργη μητέρα. ~ πατέρας. Άστοργη σύζυγος.
άστοργα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄστοργος]



