Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπερμος
1 εγγραφή
άσπερμος -η -ο [áspermos] Ε5 : (βοτ.) για καρπό που δεν περιέχει σπέρματα (σπόρους): Άσπερμα μανταρίνια.

[λόγ. < αρχ. ἄσπερμος `που δε διαθέτει σπέρμα΄ σημδ. γαλλ. asperme (στη νέα σημ.) < αρχ. ἄσπερμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες