Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσιγμος
1 εγγραφή
άσιγμος -η -ο [ásiγmos] Ε5 : (γραμμ.) ~ αόριστος, που τελειώνει στο α' ενικό πρόσωπο σε και όχι σε -σα, π.χ. έπλυνα, έφυγα. ANT σιγματικός.

[λόγ. < ελνστ. ἄσιγμος (για ωδή χωρίς το γράμμα σίγμα) σημδ. γερμ. asigmatisch]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες