Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρρωστος -η -ο [árostos] Ε5 : 1.(για πρόσ. ή ζώο) που έχει υποστεί βλάβη η υγεία του, που έχει προσβληθεί από ασθένεια· ασθενής. ANT υγιής: Έπεσε / είναι βαριά ~. Tο άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό. Kάνει τον άρρωστο για να μην πάει στο σχολείο. || (ως ουσ.) ο άρρωστος: Ο ~ χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση. Οι άρρωστοι παραπονέθηκαν για την ποιότητα του φαγητού του νοσοκομείου. ΠAΡ ΦΡ παρηγοριά* στον άρρωστο (ώσπου να βγει η ψυχή του). || (για φυτά, καρπούς): Άρρωστο δέντρο / φυτό / κλήμα / πεύκο. 2. (μτφ.) για κπ. που ασχολείται υπερβολικά, με πάθος με κτ.: Είναι ~ με το ψάρεμα / το ποδόσφαιρο / τη χαρτοπαιξία. 3. που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται ως υγιές ή φυσιολογικό· αρρωστημένος: Άρρωστο μυαλό. Άρρωστη φαντασία. Άρρωστες σκέψεις / ιδέες / επιθυμίες.
αρρωστούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ 1. άρρωστος. 2. ελαφρά άρρωστος: Aρρωστούλα είναι η καημένη. αρρωστούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ 1. άρρωστος. 2. ελαφρά άρρωστος. [αρχ. ἄρρωστος· άρρωστ(ος) -ούλης, -ούτσικος]



