Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρρυθμος -η -ο [áriθmos] Ε5 : 1.που δεν έχει ρυθμό. ANT ρυθμικός: Οι κρότοι παράγονται από άρρυθμα ηχητικά κύματα. 2. που δεν έχει συμμετρία, κανονικότητα. ANT εύρυθμος: ~ χορός / βηματισμός.
άρρυθμα ΕΠIΡΡ: H καρδιά του χτυπούσε ~. [λόγ. < αρχ. ἄρρυθμος]



