Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρόδο [aróδo] επίρρ. : (ναυτ.) όρος που σημαίνει σύντομη παραμονή πλοίου έξω από το λιμάνι ή από το αγκυροβόλιο: Tο πλοίο έμεινε / άραξε ~, στα ανοιχτά.
[βεν. *arodo(;) (πρβ. παλ. ιταλ. arroto `επιπλέον΄)]