Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άριος
2 εγγραφές [1 - 2]
Άριος ο [ários] Ο20α : αυτός που ανήκει στην άρια φυλή· (πρβ. Iνδοευρωπαίος).

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. Ἄριοι `κάτοικοι περιοχής της Περσίας΄ σημδ. γαλλ. aryen ή γερμ. Arier < σανσκρ. ārya `μέλος μιας από τις ανώτερες κάστες΄]

άριος -α -ο [ários] Ε6 λόγ. θηλ. και αρία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Άριους: Άρια φυλή, οι λαοί που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία, και γενικά οι λευκοί λαοί ιδίως του βορρά: Kατέρρευσαν οι θεωρίες για την υπεροχή της αρίας φυλής.

[λόγ. επίθ. < ουσ. Άρι(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες