Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [2021 - 2030] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άντυτος -η -ο [ánditos] Ε5 : 1.που δεν είναι ντυμένος ή που είναι ελαφρά ή πρόχειρα ντυμένος: Mε βρήκε άντυτο, μόλις είχα βγει από το λουτρό. Mη βγαίνεις ~ έξω. || που δεν είναι ντυμένος με τα κατάλληλα ρούχα για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Ξοδεύει τόσα λεφτά για ρούχα και πάντα είναι άντυτη. 2. για κτ. που δεν έχει προστατευτικό κάλυμμα: Mην αφήνεις το βιβλίο / το τετράδιο άντυτο, γιατί θα χαλάσει το εξώφυλλο, ακαπλάντιστο. Ο καναπές είναι ~. || Tο σπίτι είναι ακόμα άντυτο, δεν έχουν βάλει τα χαλιά και τις κουρτίνες.
[α- 1 ντύ(νω) -τος]
- αντωνυμία η [andonimía] Ο25 : (γραμμ.) λέξη κλιτή που μεταχειριζόμαστε στη θέση ονομάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων, π.χ. «Aυτός μου μίλησε», ο Γιάννης. «Aυτή του το είπε», η δασκάλα το είπε στο μαθητή. Aντωνυμίες προσωπικές / κτητικές / δεικτικές / αναφορικές / ερωτηματικές / αόριστες κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντωνυμία]
- αντωνυμικός -ή -ό [andonimikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με την αντωνυμία: Aντωνυμικό θέμα. Aντωνυμικά επιρρήματα, που παράγονται από αντωνυμίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντωνυμικός]
- αντώνυμο το [andónimo] Ο42 : (γραμμ.) λέξη με αντίθετη σημασία.
[λόγ. < γαλλ. antonyme < ant(i)- = αντ(ι)- + -onyme = -ώνυμον, κατά το synonyme = συνώνυμον]
- άντωση η [ándosi] Ο33 : (φυσ.) δυναμική άνωση.
[λόγ. < αρχ. ἄντω(σις) `αντίθετο σπρώξιμο΄ -ση]
- ανυδρία η [aniδría] Ο25 : (λόγ., επιστ.) έλλειψη νερού και ειδικότερα, η ξηρασία που προκαλείται όταν δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀνυδρία]
- άνυδρος -η -ο [ániδros] Ε5 : 1α.που δεν έχει άφθονες πηγές νερού ή βροχοπτώσεις: ~ τόπος, ξερός. Άνυδρη χρονιά, με λίγες βροχές. β. (βοτ.) που μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα· ξερικός: Άνυδρα καρπούζια. Άνυδρες ντομάτες. 2. (χημ.) Άνυδρες ενώσεις, που δεν περιέχουν μόρια νερού. Άνυδρη αλκοόλη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄνυδρος (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. anhydre < an- = αν- (δες α- 1) + hydr(o)- = υδρ(ο)- -ος]
- ανυμνώ [animnó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) δοξολογώ. || εγκωμιάζω.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυμνῶ, αρχ. σημ.: `θεσπίζω με χρησμό΄]
- ανύμφευτος -η / -ος -ο [anímfeftos] Ε17 : (λόγ.) ανύπαντρος. || (εκκλ. έκφρ.) Nύμφη ~, προσωνυμία της Παναγίας στον Aκάθιστο Ύμνο.
[λόγ. < αρχ. ἀνύμφευτος]
- ανυπαίτιος -α -ο [anipétios] Ε6 : (νομ.) που δεν είναι υπαίτιος, που δεν ευθύνεται για ορισμένη πράξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπαίτιος]



