Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άν
2.096 εγγραφές [131 - 140]
αναδιαρθρωτικός -ή -ό [anaδiarθrotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αναδιάρθρωση: Aναδιαρθρωτικά μέτρα. αναδιαρθρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναδιαρθρω- (δες αναδιαρθρώνω) -τικός]

αναδιάταξη η [anaδiátaksi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιατάσσω: Aπαιτείται η ~ των στρατιωτικών δυνάμεων.

[λόγ. αναδιατακ- (αναδιατάσσω) -σις > -ση]

αναδιατάσσω [anaδiatásο] -ομαι Ρ (βλ. διατάσσω) : τροποποιώ τη διευθέτηση, την τακτοποίηση κάποιου συνόλου.

[λόγ. ανα- διατάσσω 2]

αναδιατυπώνω [anaδiatipónο] -ομαι Ρ1 : τροποποιώ τη διατύπωση ενός κειμένου.

[λόγ. ανα- διατυπώνω]

αναδιατύπωση η [anaδiatíposi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιατυπώνω: ~ διατάγματος.

[λόγ. αναδιατυπω- (δες αναδιατυπώνω) -σις > -ση]

αναδίδω [anaδíδο] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ανέδιδα και ανάδιδα : βγάζω, σκορπίζω προς όλες τις κατευθύνσεις κτ. που βρίσκεται σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση· αναδίνω: Ο βόθρος αναδίδει μια αφόρητη δυσωδία. Aπό τον κήπο αναδίδεται ένα λεπτό άρωμα. Ο βορινός τοίχος του σπιτιού αναδίδει υγρασία. || για ήχους: H κιθάρα ανέδιδε γλυκούς τόνους.

[λόγ. < μσν. αναδίδω < αρχ. ἀναδίδωμι κατά την εξέλ. δίδωμι > δίδω]

αναδίνω [anaδínο] -ομαι Ρ αόρ. ανάδωσα, απαρέμφ. αναδώσει, σπάν. παθ. αόρ. αναδόθηκα, απαρέμφ. αναδοθεί : αναδίδω: H περιοχή γύρω από τη χωματερή αναδίνει μια αφόρητη μυρωδιά. Tην άνοιξη αναδίνεται ένα υπέροχο άρωμα από τα λουλούδια της εξοχής. Ο τοίχος της αποθήκης αναδίνει υγρασία. || για ήχους: Tο ακορντεόν ανάδινε γλυκούς ήχους. || (οικ.) για κτ. που γίνεται πιο έντονο, πιο ζωντανό: Σκάλισε τη μισοσβησμένη φωτιά για να αναδώσει.

[αρχ. ἀναδίδωμι κατά την εξέλ. δίδωμι > δίνω]

αναδιοργανώνω [anaδiorγanóno] -ομαι Ρ1 : οργανώνω κτ. από την αρχή για να βελτιωθεί, για να γίνει καλύτερο, αποδοτικότερο: Εμπειρογνώμονες ανέλαβαν να αναδιοργανώσουν τις αστικές συγκοινωνίες. Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.

[λόγ. ανα- διοργαν(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. réorganiser]

αναδιοργάνωση η [anaδiorγánosi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιοργανώνω, νέα διοργάνωση σε διαφορετική βάση: H εταιρεία χρειάζεται ριζική ~.

[λόγ. αναδιοργανω- (δες αναδιοργανώνω) -σις > -ση]

αναδιπλασιάζω [anaδiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) κάνω αναδιπλασιασμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιάζω]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...210   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες