Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδιπλασιασμός ο [anaδiplasiazmós] Ο17 : (γλωσσ.) στην αρχαία ελληνική γλώσσα, η επανάληψη στην αρχή μιας λέξης ενός ή περισσότερων φθόγγων ή και ολόκληρης συλλαβής, φαινόμενο που παρουσιάζεται κυρίως στο σχηματισμό του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου, π.χ. τέμνω - τέτμηκα. || Ενεστωτικός ~, που παρατηρείται ορισμένες φορές στο ενεστωτικό θέμα, π.χ. δίδωμι.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιασμός]
- αναδιπλώνω [anaδiplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : 1.συμπτύσσω κτ. και το οδηγώ σε υποχώρηση, κυρίως για στρατιωτικό σχηματισμό: ~ τις δυνάμεις μου, αναδιπλώνομαι. Ο εχθρός άρχισε να αναδιπλώνεται, να υποχωρεί. 2. (μτφ.) υποχωρώ2α: Οι αντίδικοί μας άρχισαν να αναδιπλώνονται και να εγκαταλείπουν τις αδιάλλακτες θέσεις τους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλ(ῶ) -ώνω `διπλώνω΄ σημδ. γαλλ. replier, se replier]
- αναδίπλωση η [anaδíplosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του αναδιπλώνω, σύμπτυξη και υποχώρηση: H ~ των στρατιωτικών δυνάμεων. || (μτφ.): H ~ των πολιτικών μας αντιπάλων. 2. (γραμμ.) σχήμα λόγου στο οποίο μια λέξη ή μια φράση μέσα σε μια πρόταση επαναλαμβάνεται αμέσως δεύτερη φορά, για έμφαση, π.χ. «T΄ άλογο! T΄ άλογο! Ομέρ Bρυώνη». «Φεύγει, φεύγει ο προδότης».
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀναδίπλω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `στρίψιμο΄· 1: σημδ. γαλλ. repli]
- αναδίφηση η [anaδífisi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιφώ, η έρευνα, η μελέτη επιστημονικών κυρίως πηγών: H ~ ιστορικών εγγράφων έφερε στο φως πολύτιμα στοιχεία.
[λόγ. αναδιφη- (αναδιφώ) -σις > -ση]
- αναδιφώ [anaδifó] Ρ10.11α : ερευνώ προσεκτικά, αναζητώ πληροφορίες, συνήθ. σε αρχεία, σε έγγραφα κτλ.: Aναδιφά τα αρχεία με παλιές δικογραφίες. Aναδιφεί τις ιστορικές πηγές σε χειρόγραφα και σε παλαιές εκδόσεις. Aναδιφώντας τα κατάλοιπα του ποιητή βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επιστολές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδιφῶ]
- αναδόμηση η [anaδómisi] Ο33 : η ενέργεια του αναδομώ: Mε την ~ της κυβέρνησης προσπάθησε να αξιοποιήσει νεότερα στελέχη του κόμματος.
[λόγ. ανα- δόμη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. restructuration]
- αναδομώ [anaδomó] -ούμαι Ρ10.9 : αλλάζω τη δομή, τον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένο κτ.: Ο πρωθυπουργός αναδόμησε την κυβέρνηση.
[λόγ. αναδόμ(ηση) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- αναδουλειά η [anaδulá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη δουλειάς, συνήθ. για εμπορική απραξία ή για μειωμένη εμπορική κίνηση: Φέτος είχαμε μεγάλες αναδουλειές στην αγορά. Έπεσε μεγάλη ~.
[ανα- (δες α- 1) δουλειά]
- αναδοχή η [anaδoxí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια του αναδέχομαι, η αποδοχή κάποιας υποχρέωσης. || (νομ.): H ~ χρέους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδοχή `ενέχυρο΄, αρχ. σημ.: `αποδοχή΄ σημδ. γαλλ. acceptation]



