Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοιγμα
1 εγγραφή
άνοιγμα το [ániγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω. ANT κλείσιμο στις σημ. 1, 4β, 5, 6, 7, 9. 1. μετακίνηση αυτού που κλείνει, εμποδίζει ή φράζει μια δίοδο: Aυτόματο ~ πόρτας. Tο ~ του παραθύρου. 2α. σημείο, τόπος από όπου είναι δυνατή η διέλευση μέσα σε ή έξω από κλειστό χώρο· (πρβ. δίοδος, είσοδος, έξοδος): Πέρασε από ένα μικρό αφύλακτο ~. Tο ~ της σπηλιάς. β. ρωγμή, σχισμή: H βροχή προκάλεσε ανοίγματα στο χώμα. Έβλεπε από το ~ της πόρτας. 3. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης: Tο ~ του κόλπου / της κοιλάδας. 4α. διαπλάτυνση: Tο ~ του δρόμου. β. διεύρυνση: Tο ~ της ψαλίδας, η αύξηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 5. έναρξη, αρχή: Tο ~ της σχολικής / της τουριστικής περιόδου. Tο ~ του τριωδίου. 6. ελεύθερη πρόσβαση σε τόπο: Tο ~ των συνόρων. Tο ~ του δρόμου που ήταν κλειστός από τους απεργούς. 7. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος: Tο ~ της μύτης / της πληγής. 8. άνθηση, λουλούδιασμα: Tο ~ των μπουμπουκιών. 9. ~ λογαριασμού: α. έναρξη δοσοληψιών με τράπεζα. β. άρση του απορρήτου. 10. εγχείρημα, πράξη που στοχεύει στη διεύρυνση των δυνατοτήτων κάποιου: Οικονομικό / πολιτικό ~. 11. προσπάθεια για βελτίωση των σχέσεων με κπ.: Ελληνοαραβικό ~.

[ελνστ. ἄνοιγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες