Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνευ
16 εγγραφές [11 - 16]
ανεύρετος -η -ο [anévretos] Ε5 : που δε βρέθηκε, που δεν μπορεί κανείς να τον βρει (εύκολα).

[λόγ. < αρχ. ἀνεύρετος]

ανευρίαστος -η -ο [anevríastos] Ε5 : α.που δε νευρίασε, που δεν οργίστηκε. ANT νευριασμένος. β. που από χαρακτήρα δε νευριάζει, δεν οργίζεται· πράος, ήρεμος. ανευρίαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επίδρ. στο ανεύριαστος < α- 1 νευριασ- (νευριάζω) -τος]

ανευρίσκω [anevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. γ' πρόσ. ανευρέθη, ανευρέθησαν, απαρέμφ. ανευρεθεί : (λόγ.) βρίσκω κτ. χαμένο ή άγνωστο (ύστερα από αναζήτηση), ανακαλύπτω: Tο κλεμμένο αυτοκίνητο ανευρέθη σε παρακαμπτήριο της εθνικής οδού.

[λόγ. < αρχ. ἀνευρίσκω]

άνευρος -η -ο [ánevros] Ε5 : α.που δεν έχει νεύρα. β. (μτφ.) άτονος, χαλαρός, πλαδαρός: Άνευρο κείμενο / γράψιμο. Άνευρο παίξιμο, μουσικού οργάνου. άνευρα ΕΠIΡΡ.

[α: αρχ. ἄνευρος `χωρίς τένοντες, δειλός΄· β: λόγ. κατά τη σημ. του νεύροII2]

ανεύρυσμα το [anévrizma] Ο49 : (ιατρ.) η διεύρυνση, η διόγκωση τμήματος αγγείου (κυρ. αρτηρίας) εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του: ~ αρτηριακό / της αορτής. Aτρακτοειδή ανευρύσματα. Διαχωριστικό ~. Πέθανε από ~ της αορτής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεύρυσμα]

ανευχαρίστητος -η -ο [anefxarístitos] Ε5 : που δεν ευχαριστιέται, που δεν ικανοποιείται ποτέ και με τίποτα.

[αν- (δες α- 1) ευχαριστη- (ευχαριστώ) -τος]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες