Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άμφιο
1 item total
άμφιο το [ámfio] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : η ιδιαίτερη στολή που φορούν οι κληρικοί κατά την τέλεση ιερών ακολουθιών: Tα ιερά άμφια. Tο ~ του διακόνου / του πρεσβυτέρου / του επισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. ἄμφιον (αρχ. ἀμφίον) `ντύσιμο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go