Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άμιλλα
1 item total
άμιλλα η [ámíla] Ο27 : προσπάθεια για υπεροχή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα και ιδίως που διεκδικούν την πρώτη θέση με κίνητρα κυρίως ηθικά· συναγωνισμός: ~ μεταξύ μαθητών / αθλητών. H ~ ως παράγοντας προόδου. Ευγενής ~.

[λόγ. < αρχ. ἅμιλλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go