Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άμιλλα η [ámíla] Ο27 : προσπάθεια για υπεροχή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα και ιδίως που διεκδικούν την πρώτη θέση με κίνητρα κυρίως ηθικά· συναγωνισμός: ~ μεταξύ μαθητών / αθλητών. H ~ ως παράγοντας προόδου. Ευγενής ~.
[λόγ. < αρχ. ἅμιλλα]