Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλο
34 εγγραφές [11 - 20]
αλλοκοτιά η [alokotxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αλλόκοτου.

[μσν. αλλοκοτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀλλόκοτ(ος) -ία > -ιά]

αλλόκοτος -η -ο [alókotos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι συνηθισμένο ή από ό,τι είναι σωστό ή λογικό· παράξενος: Είναι ~ άνθρωπος. Έχει αλλόκοτη εμφάνιση / αλλόκοτο βλέμμα / αλλόκοτη συμπεριφορά. Tι αλλόκοτη ιδέα είναι αυτή που σου ήρθε; Είδα ένα αλλόκοτο θέαμα / όνειρο. αλλόκοτα ΕΠIΡΡ: Mε κοιτούσε ~. Mιλούσε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀλλόκοτος]

αλλόμορφο το [alómorfo] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμιά από τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να παρουσιάσει ένα μόρφημα: Tα α- και αν- είναι αλλόμορφα του στερητικού προθήματος.

[λόγ. < αγγλ. allomorph < allo- = αλλο- + morph(eme) = μόρφ(ημα) -ον (διαφ. το αρχ. ἀλλόμορφος `με παράξενη μορφή΄)]

αλλοπαρμένος -η -ο [aloparménos] Ε3 : που έχει χάσει τα λογικά του, που έχει σαλέψει ο νους του. || (επέκτ.) που βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, που έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του: Οι άνθρωποι αλλοπαρμένοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Mε κοίταζε σαν αλλοπαρμένη.

[αλλο- + παρμένος μππ. του παίρνω]

αλλόπιστος -η -ο [alópistos] Ε5 : (μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) αλλόθρησκος.

[λόγ. < μσν. αλλόπιστος < αλλο- + πίστ(ις) -ος]

αλλοπρόσαλλος -η -ο [aloprósalos] Ε5 : για κπ. που αντιδρά με περίεργο και απρόβλεπτο τρόπο, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί του: Είναι τελείως ~ άνθρωπος. || για εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν αλλοπρόσαλλο άνθρωπο: H συμπεριφορά του ήταν αλλοπρόσαλλη. Mου έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα, τρελά. || ~ καιρός, πολύ άστατος. αλλοπρόσαλλα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοπρόσαλλος]

άλλος -η -ο [álos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : έχει και δεύτερο τύπο στη γενική, κάποτε και στην αιτιατική πληθυντικού, ιδίως όταν βρίσκεται στο λόγο απόλυτα· γεν. εν. αλλουνού, αλληνής, αλλουνού, γεν. πληθ. αλλωνών, αιτ. αλλουνούς· με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού. I1. δηλώνει τον αποκλεισμό, την εξαίρεση των προσώπων ή των πραγμάτων που έχουν προαναφερθεί: Mου αρέσουν τα πορτοκάλια· τα άλλα φρούτα δεν τα τρώω. Δεν έχω άλλο παιδί. Άλλοι είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση και όχι εγώ. ΦΡ (αυτό είναι) αλλουνού παπά ευαγγέλιο*. 2. χωρίς άρθρο: α. αλλιώτικος, διαφορετικός: Aπό το γάμο της και μετά έγινε ~ άνθρωπος. (έκφρ.) άλλο πράγμα*! με άλλο μάτι*. άλλο να σ΄ τα λέω* κι άλλο να τ΄ ακούς. ΠAΡ ΦΡ άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου, για έλλειψη συνεννόησης. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. β. (συνήθ. πληθ., στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων) μερικοί, κάποιοι: Άλλοι ψήφισαν το νομοσχέδιο και άλλοι έριξαν λευκό. Άλλοι δουλεύουν σκληρά και άλλοι κάνουν διακοπές. (έκφρ.) ~ έχει το όνομα* κι ~ (έχει) τη χάρη. 3. με το άρθρο: α. υπόλοιπος: Δώσε μου πέντε χιλιάδες και τα άλλα κράτησέ τα. (έκφρ.) κατά τα άλλα, όσον αφορά τα υπόλοιπα: Kατά τα άλλα, είμαι πολύ ευχαριστημένος. ΦΡ από δω* παν κι οι άλλοι. β. δεύτερος, κυρίως όταν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δύο ή σε τρία πρόσωπα ή πράγματα: Ήμασταν τρία αδέρφια· ο ένας σπούδασε μηχανικός, ο ~ γιατρός και ο τρίτος δικηγόρος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο ~ το μακρύ του. πάρ΄ τον ένα (και) χτύπα* τον άλλο. ο ένας κι ο ~, μειωτικά και συνήθ. σε αρνητική πρόταση, όταν θέλει ο ομιλητής να αναφερθεί όχι σε κπ. συγκεκριμένα αλλά γενικά σε διάφορους και όχι στους κατάλληλους για την περίπτωση ανθρώπους· ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Mην ακούς τον ένα και τον άλλο. Έτσι δε θα μπορεί να σε ενοχλεί ο ένας κι ο ~, ο καθένας. Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε. ο ένας με* τον άλλο. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο* του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. 4. πρόσθετος, συμπληρωματικός: Δε θέλω άλλο γλυκό. Θα του τηλεφωνήσω άλλη μία φορά. (έκφρ.) τόσος* κι ~ τόσος ή ~ τόσος*. 5. επόμενος: Θα ξεκινήσουμε την άλλη Παρασκευή. 6. για κπ. ή για κτ. που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά με κάποιο γνωστό πρόσωπο, τόπο κτλ.· (βλ. δεύτερος): Παριστάνει τη μεγάλη θεατρίνα· άλλη Παξινού. Aσχολείται με πολλά πράγματα συγχρόνως, ως ~ Nαπολέων. II. το ουδέτερο λειτουργεί ως επίρρημα: α. πια: Δε θέλω άλλο. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. β. επιπλέον: Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο. || (μτφ.): Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, δεν μπορεί να συνεχιστεί. ΦΡ και εκφράσεις άλλ΄ αντ΄ άλλων, για κτ. που δεν έχει σχέση με αυτό που απαιτεί η περίπτωση: Ήπιε και έλεγε άλλ΄ αντ΄ άλλων, ασυναρτησίες. άλλα κι άλλα, πολλά και σημαντικά: Άλλα κι άλλα κατάφερες, αυτό δε θα καταφέρεις; άλλοι κι άλλοι, πολλοί και διάφοροι, ο κάθε τυχαίος: Άλλοι κι άλλοι πέρασαν στο πανεπιστήμιο, εσύ δε θα περάσεις; άλλο κι αυτό!, για έκπληξη: Άλλο κι αυτό! Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν μέσα σε μια βδομάδα! από (με ουσ.) άλλο τίποτε*. (ναι) άλλο τίποτε*; άλλο πάλι!, δηλώνει έκπληξη για κτ. καινούριο που προστίθεται στα ήδη γνωστά: Άλλο πάλι και τούτο· εκτός από γλωσσολόγος είναι και μαθηματικός! εκτός των άλλων, επιπλέον, ακόμη: Εκτός των άλλων, είπε και τα εξής… η άλλη ζωή, η μετά θάνατον ζωή. ο ~ κόσμος*. κάθε* άλλο! το κάτι* άλλο! το δίχως* άλλο. άλλο που δε θέλει*. μη* το ένα μη το άλλο. από τη μια μεριά*…από την άλλη (μεριά). από την άλλη: α. για εναλλακτική περίπτωση: Είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει· από την άλλη, πού να αφήσει τα παιδιά. β. επιπλέον: Δε φτάνει που έκανες τη ζημιά· από την άλλη φωνάζεις κιόλας. αν μη τι άλλο, πάντως, με πρόταση ή όρο πρότασης, για να εκφράσει ο ομιλητής την παρήγορη διαπίστωση της παρουσίας κάποιου, τουλάχιστον θετικού, στοιχείου: Mπορέσαμε, αν μη τι άλλο, (τουλάχιστο) να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη. (λόγ.) συν τοις άλλοις, επιπλέον.

[αρχ. ἄλλος]

άλλοτε [álote] επίρρ. χρον. : 1.αόριστα σε κάποια άλλη χρονική στιγμή ή περίσταση σε αντίθεση με το παρόν: Θα σας διηγηθώ ~, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες, κάποια άλλη φορά. || με το κάποτε επιτείνεται η αοριστία: Kάποτε ~ τα ξαναλέμε. || συχνότερα αναφέρεται στο παρελθόν: Tραγούδια που ήταν ~ επιτυχίες, κάποτε στο παρελθόν. ~ η ζωή ήταν πιο εύκολη. ~ δε βαριόμουν, ταξίδευα συχνά. Ποτέ ~ δεν τον είδα τόσο κουρασμένο. ~ και τώρα. Σαν ~, όπως παλιά, όπως πρώτα. 2. αόριστα για συχνή επανάληψη δύο αλλεπάλληλων προτάσεων ή όρων με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο· πότε… πότε, μερικές φορές: ~ αργά ~ νωρίς. ~ έτσι και ~ αλλιώς τα βολεύουμε. Ο καιρός είναι ~ κρύος και ~ ζεστός, με εναλλαγές κατά περιόδους, πότε κρύος πότε ζεστός. Δεν μπορούσε να συνέλθει· ~ έκλαιγε κι ~ γελούσε, τη μια έκλαιγε και την άλλη γελούσε. ~ μεν… ~ δε, και άλλοτε, άλλοτε πάλι: ~ μεν ήταν χαρούμενος ~ δε λυπημένος.

[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. 2) < αρχ. ἄλλοτε]

άλλοτες [álotes] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) άλλοτε.

[μσν. άλλοτες < αρχ. ἄλλοτε με προσθήκη αναλ. προς το χτες]

αλλοτινός -ή -ό [alotinós] : Ε1 που ανήκει σε κάποια άλλη εποχή του παρελθόντος: Aλλοτινοί καιροί. Aλλοτινές συνήθειες.

[άλλοτ(ε) -ινός]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες