Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλλοτε [álote] επίρρ. χρον. : 1.αόριστα σε κάποια άλλη χρονική στιγμή ή περίσταση σε αντίθεση με το παρόν: Θα σας διηγηθώ ~, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες, κάποια άλλη φορά. || με το κάποτε επιτείνεται η αοριστία: Kάποτε ~ τα ξαναλέμε. || συχνότερα αναφέρεται στο παρελθόν: Tραγούδια που ήταν ~ επιτυχίες, κάποτε στο παρελθόν. ~ η ζωή ήταν πιο εύκολη. ~ δε βαριόμουν, ταξίδευα συχνά. Ποτέ ~ δεν τον είδα τόσο κουρασμένο. ~ και τώρα. Σαν ~, όπως παλιά, όπως πρώτα. 2. αόριστα για συχνή επανάληψη δύο αλλεπάλληλων προτάσεων ή όρων με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο· πότε
πότε, μερικές φορές: ~ αργά ~ νωρίς. ~ έτσι και ~ αλλιώς τα βολεύουμε. Ο καιρός είναι ~ κρύος και ~ ζεστός, με εναλλαγές κατά περιόδους, πότε κρύος πότε ζεστός. Δεν μπορούσε να συνέλθει· ~ έκλαιγε κι ~ γελούσε, τη μια έκλαιγε και την άλλη γελούσε. ~ μεν
~ δε, και άλλοτε, άλλοτε πάλι: ~ μεν ήταν χαρούμενος ~ δε λυπημένος.
[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. 2) < αρχ. ἄλλοτε]
- άλλοτες [álotes] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) άλλοτε.
[μσν. άλλοτες < αρχ. ἄλλοτε με προσθήκη -ς αναλ. προς το χτες]