Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλη
61 εγγραφές [11 - 20]
αλληλεκτίμηση η [alilektímisi] & αλληλοεκτίμηση η [aliloektímisi] Ο33 : αμοιβαία εκτίμηση.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εκτίμη(σις) -ση]

αλληλένδετος -η -ο [alilénδetos] Ε5 : για κτ. που συνδέεται αμοιβαία με κτ. άλλο, που βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης: Tο γλωσσικό ζήτημα ήταν αλληλένδετο με τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του. Tα σημερινά γεγονότα είναι αλληλένδετα με όσα προηγήθηκαν. Tο δικό του συμφέρον είναι αλληλένδετο με το συμφέρον της επιχείρησης. αλληλένδετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλένδετος]

αλληλεξάρτηση η [alileksártisi] & αλληλοεξάρτηση η [aliloeksártisi] Ο33 : αμοιβαία εξάρτηση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ γονιών και παιδιών. Yπάρχει μια ~ μεταξύ βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εξάρτη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interdé pendance]

αλληλεπίδραση η [alilepíδrasi] & αλληλοεπίδραση η [aliloepíδrasi] Ο33 : αμοιβαία επίδραση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. H ~ δύο γλωσσών / δύο πολιτισμών που έρχονται σε επαφή.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επίδρα(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interaction]

αλληλεπιδρώ [alilepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλεπιδράσει & αλληλοεπιδρώ [aliloepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλοεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλοεπιδράσει : για πρόσωπα, φαινόμενα ή καταστάσεις που ασκούν αμοιβαία επίδραση.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επιδρώ]

αλληλο- [alilo] & αλληλ- [alil], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα συνήθ. ρήματα και στα παράγωγά τους· δηλώνει αμοιβαιότητα ή αλληλοπάθεια ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πρόσωπα ή σύνολα και κατά συνέπεια σχηματίζει σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής (συνήθ. στο γ' πληθ. πρόσωπο): ~εξοντώνονται, ~ενισχύονται, ~προσδιορίζονται, ~συγκρούονται, μεταξύ τους, ο ένας με τον άλλον εξοντώνονται, ενισχύονται κτλ. || αλληλασφάλεια, αλληλεπίδραση, ~αναίρεση, ~εξόντωση, ~εξυπηρέτηση, ~συσχέτιση· ~διάδοχος.

[λόγ. < αρχ. ἀλληλ(ο)- θ. της αντων. ἀλλήλων, ἀλλήλους ως α' συνθ.: αρχ. ἀλληλο-φαγεῖν `το να τρώει ο ένας τον άλλον΄, ελνστ. ἀλληλ-εγγύη & μτφρδ.: αλληλο-βοήθεια, αλληλ-εξάρτηση < γαλλ. entraide, interdépendence]

αλληλοασπάζομαι [aliloaspázome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που το ένα ασπάζεται το άλλο: Οι δύο ηγέτες αλληλοασπάστηκαν σε επιβεβαίωση των φιλικών σχέσεων των δύο χωρών.

[λόγ. αλληλο- + ασπάζομαι]

αλληλοβοήθεια η [alilovoíθia] Ο27 : αμοιβαία βοήθεια.

[λόγ. αλληλο- + βοήθεια μτφρδ. γαλλ. entraide]

αλληλοβοηθούμαι [alilovoiθúme] Ρ10.9β & αλληλοβοηθιέμαι [alilo voiθéme] Ρ10.1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που βοηθιούνται αμοιβαία.

[λόγ. αλληλοβοήθ(εια) -ούμαι, -ιέμαι μτφρδ. γαλλ. s΄entraider]

αλληλοβρίζομαι [alilovrízome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που το ένα βρίζει το άλλο: Aλληλοβριστήκαμε με το Γιάννη και από τότε δε μιλιόμαστε.

[λόγ. αλληλο- + βρίζομαι]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες