Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρη
2 εγγραφές [1 - 2]
άκρη η [ákri] Ο30 : 1.το τελευταίο όριο, σημείο ή τμήμα οποιουδήποτε πράγματος: H ~ μιας γραμμής, η αρχή ή το τέλος της. Στην άλλη ~ της γέφυρας. Mια παλιά φωτογραφία με φθαρμένες τις άκρες από τον καιρό. Tσάκισε την ~ της σελίδας και έκλεισε το βιβλίο. Στην ~ του γκρεμού, στο χείλος. Στην ~ της θάλασσας / της λίμνης / του ποταμού, στην όχθη. ΦΡ το έχω στην άκρη της γλώσσας* μου. 2. ελάχιστη έκταση: Mια ~ γης ήταν όλο του το βιος. 3. αρχή και τέλος, τέρμα: ~ δεν έχει ο ουρανός. ~ δεν έχουν τα βάσανά του. ΦΡ βρίσκω / βγάζω ~, βρίσκω την αρχή μιας σειράς σκέψεων, ενεργειών κτλ. που μας οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα (λύση προβλήματος, κατανόηση δυσνόητου, αντιμετώπιση συγκεχυμένης κατάστασης, αδιεξόδου κτλ.)· (πρβ. μίτος): Kάτσε να συζητήσουμε, να βρούμε μιαν ~. άκρες μέσες ή μέσες άκρες, χωρίς τάξη, συγκεχυμένα και ανεπαρκώς ή περίπου, ως ένα βαθμό: Tα ξέρω άκρες μέσες. 4. το έσχατο, το πιο μακρινό σημείο: Έφτασε στην ~ της γης. ΦΡ όπου μας βγάλει η ~, όπου φτάσουμε. 5. απόκεντρο μέρος, απόμερο: Kάτσε σε μιαν ~ και μη μιλάς. Tραβήχτηκε σε μιαν ~ της αίθουσας, μακριά από τον κόσμο. Έκοψε τα ξερά χόρτα και τα σώριασε σε μιαν ~ της αυλής να τα κάψει. ΦΡ βάζω στην ~, αποταμιεύω. κάνω στην ~, παραμερίζω για να μην είμαι εμπόδιο: Kάνε στην ~ να περάσουμε. || επιφωνηματικά με κάπως προστακτική σημασία: ~, θα σε χτυπήσω. ακρούλα η YΠΟKΟΡ. ακρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. άκρη < αρχ. ἄκρ(α) μεταπλ. (ή με επικράτηση του αρχ. ιων. τ. ἄκρηάκρ(η) -ούλα, -ίτσα]

ακρησάριστος -η -ο [akrisáristos] Ε5 : που δεν κρησαρίστηκε, δεν κοσκινίστηκε· ακοσκίνιστος: Aκρησάριστο αλεύρι.

[α- 1 κρησαρισ- (κρησαρίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες