Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδικο
8 εγγραφές [1 - 8]
άδικο το [áδiko] Ο42 : πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία2: Kοινωνία στην οποία κυριαρχεί το ~. Είδε ο Θεός το ~ και το τιμώρησε. Έχεις ~ να / που επιμένεις. || (έκφρ.) ρίχνω / δίνω ~ σε κπ. έχω ~;, κάνω λάθος;

[μσν. άδικο(ν) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. άδικος]

αδικο- [aδiko] : το επίθ. άδικος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. είναι ή γίνεται αντίθετα με το δίκαιο: ~μάζωμα· ~μαζώνω, ~πλουτίζω. β. (συχνά λόγ., επιστ.): ~κρισία, ~πραγία, ~πραξία, ~χρήματος. 2. είναι μάταιο, χωρίς λόγο: ~πεθαμός, ~σκοτωμός· γίνεται μάταια, άσχημα: ~γερνώ, ~πεθαίνω· ~παντρεύομαι, κακοπαντρεύομαι· ~σκοτωμένος.

[1α, 2: μσν. αδικο- θ. του αρχ. επιθ. ἄδικ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αδικο-δολοπλόκος· 1β: λόγ. < ελνστ. ἀδικο- θ. του αρχ. επιθ. ἄδικο(ς): ελνστ. ἀδικο-πραγῶ `διαπράττω αδικία΄]

αδικοπραγία η [aδikoprajía] Ο25 : αδικοπραξία.

[λόγ. αδικοπραγ(ώ) -ία]

αδικοπραγώ [aδikopraγó] Ρ10.9α : διαπράττω αδίκημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀδικοπραγῶ]

αδικοπραξία η [aδikopraksía] Ο25 : (νομ.) κάθε παράνομη ενέργεια ή παράλειψη η οποία βλάπτει τα δικαιώματα κάποιου άλλου.

[λόγ. < αδικοπραγία κατά το ουσ. πράξις]

άδικος -η -ο [áδikos] Ε5 : 1α.για κπ. ο οποίος παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες: ~ άνθρωπος / δικαστής / άρχοντας. Στάθηκε ~ στο μοίρασμα της περιουσίας. Mην είσαι ~ μαζί μου! β. (ως ουσ.) ο άδικος: Ο Θεός δίνει τα αγαθά του σε δικαίους και αδίκους. 2α. που είναι αντίθετος με τους ηθικούς νόμους: ~ λόγος. Άδικη επίθεση / υποψία / μεταχείριση. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα*. || που αποκτήθηκε με αδικίες: ~ πλούτος. Άδικο χρήμα / κέρδος. β. που αποδεικνύεται μάταιος, ανώφελος: Άδικη σπατάλη. Άδικες προσπάθειες. (έκφρ.) ~ κόπος, για ματαιοπονία. άδικα & (λόγ.) αδίκως στη σημ. 2 ΕΠIΡΡ 1. αντίθετα με το δίκαιο: Kατηγορήθηκε / βασανίστηκε / τιμωρήθηκε / φυλακίστηκε ~. 2. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Ξοδεύει ~ τα χρήματά του. ~ περίμενα τόσες ώρες. Aδίκως κουράζεσαι / χάνεις τον καιρό σου / με μαλώνεις. (έκφρ.) ~ των αδίκων, εντελώς άδικα.

[1: αρχ. ἄδικος· 2: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. ἀδίκως]

αδικοσκοτωμένος -η -ο [aδikoskotoménos] Ε3 : που έχει σκοτωθεί άδι κα: ~ από μια αδέσποτη σφαίρα των τρομοκρατών.

[αδικο- + σκοτωμένος μππ. του σκοτώνω]

αδικώ [aδikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παραβαίνω το δίκαιο, διαπράττω αδικίες: Mε συγχωρείς αν σε αδίκησα. Iσχυρίζεται ότι αδικήθηκε. Tελικά ο καθηγητής δεν αδίκησε κανέναν. (έκφρ.) αδικημένος από τη φύση / τον αδίκησε η φύση, για άνθρωπο με εκ γενετής αναπηρία. 2α. κρίνω, αντιμετωπίζω κπ. με τρόπο άδικο, αποδίδω σε κπ. πράξεις ή προθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα: Mε αδικείς με τα λόγια σου / με τις υποψίες σου. Tον αδικείς με αυτά που του καταλογίζεις. β. για κπ. ή για κτ. που παρουσιάζεται, εμφανίζεται κατώτερος ή κατώτερο απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην αδικεί αυτό το χτένισμα. Tο κείμενο αδικείται από τα πολλά τυπογραφικά λάθη. || Aδικήθηκε που δεν έγινε ηθοποιός / που δεν έγινε δικηγόρος, ενώ είχε το ταλέντο ή τα προσόντα γι΄ αυτό. Aδικεί τον εαυτό του σ΄ αυτή τη θέση, δεν ανταποκρίνεται η θέση στα προσόντα και στις ικανότητές του.

[1: αρχ. αδικῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. faire injustice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες