Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγγελμα
1 εγγραφή
άγγελμα το [ángelma] Ο49 : είδηση, πληροφορία, μήνυμα, αγγελία, μαντάτο: ~ θανάτου. Xαρμόσυνο ~.

[λόγ. < αρχ. ἄγγελμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες