Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 144 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωρολόγιο 2 το : (εκκλ.) βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των Ωρών.
[λόγ. < μσν. ωρολόγιον < ελνστ. ὡρολόγιον (δες ωρολόγιο 1)]
- ωρολόγιος -α -ο [orolójios] Ε6 : στην έκφραση ωρολόγιο πρόγραμμα (μαθημάτων), πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες μαθημάτων.
[λόγ. ωρολόγι(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. horaire]
- ωρολογο- [oroloγo] : α' συνθετικό σε λόγια σύνθετα ονόματα με αναφορά στο ουσιαστικό ρολόι: ~ποιία· ~ποιός, ~ποιείο, ρολογάς, ρολογάδικο.
[λόγ. ωρολόγ(ιον) 1 -ο-]
- ωρολογοποιείο [oroloγopiío] Ο39 : (λόγ.) το εργαστήριο του ρολογά (ρολογάδικο) ή εργοστάσιο κατασκευής ρολογιών.
[λόγ. ωρολογο- + -ποιείον]
- ωρολογοποιός ο [oroloγopiós] Ο17 : τεχνίτης που επισκευάζει (ή που κατασκευάζει) ρολόγια· ρολογάς.
[λόγ. ωρολογο- + -ποιός]
- ωρομίσθιο το [oromísθio] Ο40 : η αμοιβή για εργασία μιας ώρας, ωριαία αντιμισθία.
[λόγ. ωρο- + μισθ(ός) -ιον μτφρδ. γαλλ. salaire horaire ή γερμ. Stundenlohn]
- ωρομίσθιος -α -ο [oromísθios] Ε6 : που η αμοιβή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες εργασίας· (πρβ. ημερομίσθιος): Έκτακτοι ωρομίσθιοι υπάλληλοι. Ωρομίσθια εργασία. || (ως ουσ.) ο ωρομίσθιος, ωρομίσθιος υπάλληλος: Tα κενά που παρατηρήθηκαν σε ορισμένα σχολεία, θα καλυφθούν με την πρόσληψη ωρομισθίων.
[λόγ. ωρομίσθι(ον) -ος]
- ωροσκόπιο το [oroskópio] Ο40 : διάγραμμα που απεικονίζει τη θέση του ήλιου, της σελήνης και των πλανητών τη στιγμή της γέννησης κάποιου και χρησιμοποιείται από τους αστρολόγους για την πρόβλεψη του μέλλοντός του και την περιγραφή του χαρακτήρα του: Tι λέει το ωροσκόπιό μου; Kάνω το ~ κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπιον `όργανο για μέτρηση της ώρας, για την πρόβλεψη του μέλλοντος με βάση την εποχή της γέννησης΄ & σημδ. γαλλ. horoscope < ελνστ. ὡροσκόπιον]
- ωροσκόπος ο [oroskópos] Ο18 : 1. αυτός που με βάση τη θέση των ουράνιων σωμάτων και την επίδραση που ασκούν αυτά στον καθένα μας, προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον και να περιγράψει το χαρακτήρα των ατόμων· αστρολόγος. 2. το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ακριβή ώρα της γέννησης κάποιου και βοηθάει στην πρόβλεψη της τύχης σε συνδυασμό με το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ημερομηνία της γέννησής του.
[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπος `ιερέας που προλέγει το μέλλον με βάση την εποχή της γέννησης΄]
- ωρύομαι [oríome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) βγάζω δυνατές και άγριες ή γοερές κραυγές εκφράζοντας έντονα συναισθήματα αγανάκτησης, οργής, πόνου κτλ.· (πρβ. ουρλιάζω): Θύμωσε στα καλά καθούμενα και άρχισε να ωρύεται.
[λόγ. < αρχ. ὠρύομαι]



