Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 144 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωριμάζω [orimázo] Ρ2.1α μππ. ωριμασμένος : 1. φτάνω σε ένα ανώτατο και κατάλληλο για κτ. στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κτλ.· γίνομαι ώριμος. α. (για καρπούς) γίνομαι, μεστώνω: Tα σύκα ωριμάζουν τον Aύγουστο. Ωρίμασαν τα στάχυα· καιρός ν΄ αρχίσει το θέρισμα. || Tυρί που ωριμάζει στη μούχλα. β. για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη: H γενιά μας ωρίμασε πολιτικά μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα. γ. για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.: Aν δεν περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες, οι μεταρρυθμίσεις θα αποτύχουν. 2. κάνω κπ. ώριμο: Οι περιπέτειες της οικογένειάς του τον ωρίμασαν πρόωρα.
[1α: ελνστ. ὡριμάζω· 1β, γ, 2: λόγ. σημδ. γαλλ. mûrir]
- ωρίμανση η [orímansi] & ωρίμαση η [orímasi] Ο33 : 1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ωριμάζω: Xρησιμοποιούν φυτοφάρμακα, για να επιταχύνουν την ~ των καρπουζιών. 2. (ειδ.) η κατάσταση (δημόσιου) υπαλλήλου που έχει εξαντλήσει, λόγω χρόνου υπηρεσίας, όλη τη μισθολογική και βαθμολογική κλίμακα.
[λόγ. ωριμα- (ωριμάζω) -σις > -ση & αναλ. προς το αρχ. γήρανσις (< γηράσκω αναλ. προς το ὑγίαν-σις) για να δείχνει περισσότερο “αρχ.”]
- ωρίμασμα το [orímazma] Ο49 : η ωρίμανση.
[ωριμασ- (ωριμάζω) -μα]
- ώριμος -η -ο [órimos] Ε5 : που έχει φτάσει σε ένα ανώτατο στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κτλ., και γι΄ αυτό είναι κατάλληλος για κτ. 1. (για καρπούς) γινωμένος. ANT άγουρος: Ώριμα φρούτα / σταφύλια / στάχυα. Kατακόκκινες ώριμες ντομάτες. (έκφρ.) έπεσε σαν ώριμο φρούτο*. || Ώριμο ωάριο. 2. (για πρόσ.) που έχει φτάσει σε ένα στάδιο βιολογικής ή πνευματικής τελείωσης. ANT ανώριμος: ~ άντρας. Ώριμη γυναίκα. Mεγάλωσε η κόρη σου· είναι πια ώριμη για γάμο. Οι σημερινοί νέοι είναι πολιτικά περισσότερο ώριμοι από ό,τι παλαιότερα. 3. που είναι αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης εξελικτικής διαδικασίας: Ώριμη σκέψη: Aποφασίσα με ύστερα από ώριμη σκέψη. Ώριμοι προβληματισμοί. Ώριμο έργο μεγάλου καλλιτέχνη. 4. Ώριμες συνθήκες, που έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο σταδιακής εξέλιξης, ώστε να ευνοούν την εκδήλωση μιας δραστηριό τητας, ενός γεγονότος κτλ., να είναι κατάλληλες για κτ.: Οι συνθήκες είναι ώριμες για δίκαιη λύση του κυπριακού προβλήματος. Οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες για την κήρυξη της επανάστασης.
ώριμα ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι ~, συνετά. [1: αρχ. ὥριμος· 2: & λόγ. < αρχ. ὥριμος· 3, 4: λόγ. σημδ. γαλλ. mûr]
- ωριμότητα η [orimótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του ώριμου. ANT ανωριμότητα: Mας κατέπληξε με τη σπάνια για την ηλικία του ~ της σκέψης του. β. ανώτατο στάδιο εξέλιξης, τελείωσης: H περίοδος της ωριμότητας ενός καλλιτέχνη / ενός ζωγράφου. Στα έργα της ωριμότητάς του εγκαταλείπει τη σατιρική διάθεση που διέκρινε τα πρώτα νεανικά του δημιουργήματα.
[λόγ. < ελνστ. ὡριμότης, αιτ. -ητα `μέστωμα καρπού΄ κατά τις σημ. της λ. ώριμος]
- ωρο- [oro] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα με αναφορά στην έννοια της ώρας, ως μονάδας του χρόνου: ~δείκτης· ~μίσθιος.
[λόγ. < ελνστ. ὡρο- θ. του ουσ. ὥρ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ὡρο-λόγιον]
- ωροδείκτης ο [oroδíktis] Ο10 : η μικρότερη από τις δύο βελόνες (δείκτες) της πλάκας του ρολογιού, αυτή που δείχνει τις ώρες· (πρβ. λεπτοδείκτης).
[λόγ. ωρο- + δείκτης]
- ωρολογάς ο [oroloγás] Ο1 : (λόγ.) ρολογάς.
[λόγ. επίδρ. στο ρολογάς]
- ωρολογιακός -ή -ό [orolojiakós] Ε1 : ~ μηχανισμός, μηχανισμός παρόμοιος με ρολόι που μπορεί, με την κατάλληλη ρύθμιση, να θέτει κτ. σε λειτουργία (ή να το σταματά) σε μια από πριν επιλεγμένη χρονική στιγμή. Ωρολογιακή βόμβα, που είναι συνδεδεμένη με ωρολογιακό μηχανισμό, ώστε να εκρήγνυται σε μια ορισμένη στιγμή.
[λόγ. ωρολόγι(ον) -ακός απόδ. αγγλ. clockwork, time bomb]
- ωρολόγιο 1 το [orolójio] Ο40 : (λόγ.) ρολόι.
[λόγ. < ελνστ. ὡρολόγιον (ηλια κό ή νερού)]



