Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 144 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωφελιμοκρατία η [ofelimokratía] Ο25 : ωφελιμισμός.
[λόγ. ωφέλιμ(ος) -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. utilitarianism]
- ωφέλιμος -η -ο [ofélimos] Ε5 : που ωφελεί κπ. ή κτ., που έχει μια καλή επίδραση ή αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ.· επωφελής, ευεργετικός, χρήσιμος. ANT ανώφελος, βλαβερός, βλαπτικός: Ωφέλιμες ενέργειες / σκέψεις / συμβουλές. Ωφέλιμο βιβλίο. Άνθρωπος ~ για την κοινωνία. (λόγ. έκφρ.) (συνδυάζω) το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. || (ειδ.): Ωφέλιμο φορτίο / βάρος, το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, σε αντιδιαστολή προς το μεικτό βάρος ή προς το απόβαρο.
ωφέλιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὠφέλιμος]
- ωφελιμότητα η [ofelimótita] Ο28 : η ιδιότητα του ωφέλιμου· (πρβ. χρησιμότητα). ANT βλαβερότητα, βλαπτικότητα: H ~ της τέχνης.
[λόγ. ωφέλιμ(ος) -ότης > -ότητα]
- ωφελώ [ofeló] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. έχω μια καλή επίδραση ή προκαλώ ένα καλό αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ· κάνω καλό. ANT βλάπτω: Πάμε στο βουνό· ο καθαρός αέρας σίγουρα θα σε ωφελήσει. Tα πολλά φάρμακα δεν ωφελούν την υγεία μας. Tα λάθη μας ωφέλησαν τους ανταγωνιστές μας. β. (παθ.) δέχομαι μια καλή επίδραση ή ένα καλό αποτέλεσμα: Δεν ωφελήθηκα και πολύ από τις συμβουλές τους. || (προφ.) ωφελούμαι από οικονομική άποψη, έχω οικονομικό όφελος· κερδίζω. ANT ζημιώνω: Nα κερδίσεις, δε λέω όχι, αλλά να ωφεληθώ κάτι κι εγώ. 2. έχω χρησιμότητα, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος: Σε τίποτα δεν ωφελούν τα λόγια που δε συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις. Άσε τα παρακάλια· δεν ωφελούν. || (σε γ' εν. πρόσ.): Δεν ωφελεί να επιμένεις άλλο.
[λόγ. < αρχ. ὠφελῶ]
- ώχρα η [óxra] Ο25 : α. ορυκτή ύλη από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγνήσιο. β. χρωστική ουσία που παρασκευάζεται από το παραπάνω ορυκτό και δίνει ένα υποκίτρινο χρώμα: Ένα σωληνάριο ~. Σκόνη ώχρας.
[λόγ. < αρχ. ὤχρα]
- ωχραίνω [oxréno] Ρ7.2α : α. αποκτώ υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα. β. δίνω σε κτ. υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα.
[λόγ. < ελνστ. ὠχραίνω]
- ώχρινος -η -ο [óxrinos] Ε5 : που έχει το χρώμα της ώχρας· ωχρός.
[λόγ. ώχρ(α) -ινος]
- ωχριώ [oxrió] Ρ10.4α : 1. γίνομαι ωχρός, χλωμός, χλωμιάζω, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος ντροπής ή φόβου: ~ από φόβο / από ντροπή. Πώς μπορεί να λέει τέτοια ψέματα και να μην ωχριά από ντροπή; 2. (μτφ.) αισθάνομαι ή είμαι πολύ υποδεέστερος, κατώτερος από άλλον (συνήθ. όσον αφορά μια κακή ιδιότητα): Kαι τα θηρία ακόμα θα ωχριούσαν μπροστά στη θηριωδία του.
[λόγ. < αρχ. ὠχριῶ]
- ωχρο- [oxro] & ωχρό- [oxró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει την παρουσία του ωχρού χρώματος ή την απόχρωση του ωχρού χρώματος σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πρόσωπος· ~κόκκινος, ωχρόξανθος, ~πράσινος, ~ρόδινος.
[λόγ. < αρχ. ὠχρο- θ. του επιθ. ὠχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠχρο-μέλας, ελνστ. ὠχρό-ξανθος]
- ωχροκίτρινος -η -ο [oxrokítrinos] Ε5 : που έχει χρώμα κίτρινο με απόχρωση προς το ωχρό.
[λόγ. ωχρο- + κίτρινος μτφρδ. γαλλ. jaune d΄ochre]



