Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 144 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωτορινολαρυγγολόγος ο [otorinolariŋgolóγos] Ο18 θηλ. ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolariŋgolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ωτορινολαρυγγολογία: Πηγαίνω στον ωτορινολαρυγγολόγο.
[λόγ. < γαλλ. oto-rhino-laryngologiste < oto-rhino-laryngo(logie) = ωτορινολαρυγ γο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ωτορραγία η [otorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία από τον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού που μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικά αίτια.
[λόγ. < γαλλ. otorragie < oto- = ωτο- + -rragie = -ρραγία]
- ωτόρροια η [otória] Ο27 : (ιατρ.) εκροή υγρού από τον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού.
[λόγ. < γαλλ. otorrhée < oto- = ωτο- + -rrhée = -ρροια]
- ωτοσκόπηση η [otoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) εξέταση του αυτιού με ωτοσκόπιο.
[λόγ. ωτο- + -σκόπηση μτφρδ. γαλλ. otoscopie < oto- = ωτο- + -scopie = -σκόπηση]
- ωτοσκόπιο το [otoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο για την οπτική εξέταση του εσωτερικού του αυτιού.
[λόγ. < γαλλ. otoscope < oto- = ωτο- + -scope = -σκόπιον]
- ωφέλεια η [ofélia] Ο27 : το αποτέλεσμα του ωφελώ, ό,τι ωφελείται κάποιος· (πρβ. όφελος). ANT βλάβη, ζημιά: Οικονομική / υλική / ηθική ~. Σημαντική / μεγάλη / μικρή ~. Aτομική / προσωπική / κοινωνική ~. Bρίσκω ~, ωφελούμαι. Έργα κοινής ωφέλειας, που ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, κοινωφελή. || (ειδικότ.) Kοινή ~, το σύνολο των επιχειρήσεων και των οργανισμών που παρέχουν κάποιες υπηρεσίες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (όπως συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες κτλ.): Aπεργούν οι εργαζόμενοι στην κοινή ~.
[λόγ. < αρχ. ὠφέλεια]
- ωφέλημα το [ofélima] Ο49 : ό,τι ωφελείται κάποιος· (πρβ. όφελος, ωφέλεια): Tα ωφελήματα που παρέχει σε κάποιους ένας νόμος, πλεονεκτήματα, ευεργετήματα.
[λόγ. < αρχ. ὠφέλημα]
- ωφελιμισμός ο [ofelimizmós] Ο17 : φιλοσοφική, ηθική θεωρία που ταυτίζει το ηθικά καλό με το ωφέλιμο· ωφελιμοκρατία: Tη θεμελιώδη αρχή του ωφελιμισμού την αποτελεί η επιτυχία, όχι η ηθικότητα. Πνεύμα ωφελιμισμού.
[λόγ. ωφελιμ(ιστής) -ισμός μτφρδ. αγγλ. utilitarianism]
- ωφελιμιστής ο [ofelimistís] Ο7 θηλ. ωφελιμίστρια [ofelimístria] Ο27 : αυτός που αποδέχεται τις αρχές του ωφελιμισμού και σκέφτεται ή ενεργεί σύμφωνα με αυτές, που δίνει προτεραιότητα στο ωφέλιμο και χρήσιμο έναντι του ηθικού.
[λόγ. ωφέλιμ(ον) -ιστής απόδ. αγγλ. utilitarian· λόγ. ωφελιμισ(τής) -τρια]
- ωφελιμιστικός -ή -ό [ofelimistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ωφελιμισμό, που συμφωνεί με τις αρχές του: Ωφελιμιστική άποψη / θεώρηση. Ωφελιμιστικά κριτήρια.
ωφελιμιστικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. ωφελιμιστ(ής) -ικός]



