Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Ωνάσης ο [onásis] Ο11 : σε μετωνυμία, για άνθρωπο πάρα πολύ πλούσιο· βαθύπλουτος, Kροίσος.
[ανθρωπων. Ωνάσης (όν. Έλληνα μεγαλοεφοπλιστή) < τουρκ. oynaş `σύντροφος, αγαπητικός΄ -ης]



