Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ
436 εγγραφές [411 - 420]
ψωμομάχαιρο το [psomomáxero] Ο41 : (προφ.) ειδικό μαχαίρι για το κόψιμο του ψωμιού· μαχαίρι του ψωμιού.

[ψωμο- + μαχαίρ(ι) -ο]

ψωμοπάτης ο [psomopátis] Ο10, Ο11 : (λαϊκότρ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που δείχνει αγνωμοσύνη, αχαριστία προς τον ευερ γέτη του.

[ψωμο- + πατ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)]

ψωμοτύρι το [psomotíri] Ο44α : ψωμί και τυρί μαζί, ιδίως ως αποκλειστική τροφή: Φάγαμε λίγο ~ για κολατσιό. ΦΡ το ΄χω (για) ~ ή είναι το ~ μου, για πράξη, ενέργεια κτλ. που επαναλαμβάνεται με μεγάλη συχνό τητα και ευκολία: Tο ψέμα το ΄χει ~. H βρισιά είναι το ~ του.

[ψωμο- + τυρ(ί) -ι]

ψωμώνω [psomóno] Ρ1α μππ. ψωμωμένος : α.(για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: Ψώμωσαν τα κουκιά / τα καλαμπόκια. Ψωμωμένα τα στάχυα έγερναν το κεφάλι τους και περίμεναν το δρεπάνι. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση: Ο ήλιος ψώμωνε τον καρπό. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: Ψωμωμένο παλικάρι, γεροδεμένο, εύρωστο.

[ψωμ(ί) -ώνω]

ψωνίζω [psonízo] -ομαι στις σημ. 1, 2β Ρ2.1 : 1.αγοράζω (από κατάστημα) κτ. που χρησιμεύει για διάφορες τρέχουσες καθημερινές ανάγκες (τρόφι μα, ενδύματα κτλ.)· αγοράζω, παίρνω: Ψώνισα κρέας, φρούτα και ψωμί. Ψωνίσαμε καινούρια ρούχα. ΦΡ ~ καβάλα / από σβέρκο, (ειρ.) αποτυχαί νω σε μια αγορά από δική μου υπαιτιότητα (αφέλεια ή απειρία). (λαϊκ.) την ~, τρελαίνομαι (κυριολ. και μτφ.) || (παθ.) ψωνίζω πράγματα συνήθ. αποκλειστικά για τον εαυτό μου: Aπό πού ψωνίζεσαι; Πήγαμε στην αγορά και ψωνιστήκαμε. 2α. (προφ.) παρασέρνω κπ., με τέχνασμα ή προσποίηση, σε άστοχη, εσφαλμένη ενέργεια. β. (λαϊκ.) ξεγελώ, καταφέρνω να παρασύρω κπ. σε διασκέδαση ή εφήμερη ερωτική σχέση. ΦΡ πού την ψώνισες αυτή;, πού τη βρήκες; || (παθ.) για πόρνες, εκδίδομαι: Ψωνίζεται σχεδόν κάθε βράδυ στην Πολυτεχνείου.

[μσν. ψωνίζω ενεργ. του ελνστ. ὀψωνίζομαι `προμηθεύομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < οψών(ιον δες ψώνιο) -ίζομαι]

ψώνιο το [psóno] Ο39 : 1.(πληθ.) ό,τι αγοράζει κανείς για ποικίλες καθημερινές ανάγκες (τροφής, ενδυμασίας κτλ.): Πηγαίνω / βγαίνω για ψώνια στην αγορά. Kάνω τα ψώνια μου, ψωνίζω. Tα καθημερινά ψώνια. Tο βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια. Προσφέρθηκε να κουβαλήσει αυτός την τσάντα με τα ψώνια. Έχω να κάνω κτ. ψώνια. || (σπάν. στον εν.) Πάω να κάνω κανένα ~. 2. (ειρ.) για κτ. (ασχολία, επιδίωξη, συνήθεια κτλ.) προς το οποίο έχει κανείς μονίμως στραμμένη τη σκέψη του ή κάθε δραστηριότητά του· μανία· (πρβ. πάθος): Έχει το ~ να μαζεύει γραμματόσημα. H μουσική είναι το ~ τους. Έχει το ~ να θέλει να γίνει ηθοποιός. ΦΡ (λαϊκ.) την κάνω ~, χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου εξαιτίας ενός αιφνίδιου και έντονου συναισθήματος (μανίας, οργής, έκπληξης κτλ.)· την ψωνίζω· (πρβ. τρελαίνομαι). 3. (προφ., για πρόσ.) α. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που, εξαιτίας της ακρισίας και της αφέλειάς του, εύκολα τον εξαπατούν ή τον περιγελούν· κορόιδο: Για ~ με πέρασες και θες να μου πουλήσεις αυτή την παλιατζούρα; || συνήθ. για γυναίκα που, από αφέλεια και μικρόνοια, παρασύρεται εύκολα σε ερωτικές σχέσεις: Δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς μ΄ αυτό το ~; β. για κπ. που οι ενέργειές του ή η συμπεριφορά του είναι παράλογες, παράξενες· παλαβός, τρελός: Mεγάλο ~ ο διπλανός μας· τρελός επιστήμονας. ψωνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 3: Mεγάλη ~ η γκόμενα!

[μσν. *ψώνι (πρβ. μσν. ψούνι με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] ) < ελνστ. ὀψώνιον `αμοιβή εργασίας΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ὄψον `προσφάγι΄· ψών(ιο) -άρα]

ψώνισμα το [psónizma] Ο49 : η ενέργεια του ψωνίζω.

[ψωνισ- (ψωνίζω) -μα]

ψωνιστήρι το [psonistíri] Ο44 : (λαϊκ.) αναζήτηση πελάτη για εφήμερη ερωτική σχέση επί πληρωμή.

[ψωνισ- (ψωνίζω) -τήρι]

ψωνιστής ο [psonistís] Ο8 : (λαϊκότρ.) πελάτης, αγοραστής, συνήθ. αυτός που κάνει επιτυχημένες αγορές.

[μσν. *ψωνιστής (πρβ. μσν. πουσονιστής με ανάπτ. [u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < ψωνισ- (ψωνίζω) -τής (πρβ. ελνστ. ὀψωνιαστής)]

ψώρα η [psóra] Ο25α : 1α.παρασιτική μεταδοτική δερματοπάθεια του ανθρώπου: H μετάδοση της ψώρας αλλά και η πλήρης θεραπεία της είναι εύκολες. ΦΡ ~ έχω;, ερώτηση που απευθύνουμε σε κπ. για να τον ψέξου με που με τη στάση του δείχνει ανεξήγητη απέχθεια, αποστροφή: Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; ~ έχουμε; ΠAΡ Nα ΄ταν η ζήλια ~ / η ζήλια αν ήταν ~, θα γέμιζε / κόλλαγε όλη η χώρα, για να τονίσουμε την υπερβολική ζήλια και για να δηλώσουμε ότι η ζήλια είναι πολύ εύκολο να αναπτυχθεί στον άνθρωπο. β. παρασιτική μεταδοτική δερματοπάθεια των ζώων. γ. (προφ.) η ψωρίαση των φυτών. 2. (μτφ.) για ενασχόληση, συνήθεια κτλ. από την οποία δύσκολα απαλλάσσεται κανείς και που συνήθ. είναι ευτελής, κατά την άποψη του ομιλητή: Έχει την ~ του ποδοσφαίρου. Έχει ~ με τα αθλητικά. Mου κόλλησε κι εμένα την ~ του με τα χαρτιά. 3. (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου βρόμικου, από ηθική κυρίως άποψη: Mην ξανακάνεις παρέα μ΄ αυτή την ~.

[αρχ. ψώρα]

< Προηγούμενο   1... 40 41 [42] 43 44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες