Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
436 εγγραφές [381 - 390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχοχειρουργική η [psixoxirurji
í] Ο29 : (ιατρ.) μέθοδος θεραπείας ψυχικών διαταραχών με τη βοήθεια της χειρουργικής του εγκεφάλου. [λόγ. ψυχο- 2 + χειρουργική μτφρδ. αγγλ. psychosurgery (psycho- = ψυχο- 2)]
- ψύχρα η [psíxra] Ο25α : ελαφρώς κρύος καιρός· (πρβ. ψύχος, δροσιά): Kάνει / έχει / έβγαλε ~. Πρωινή / νυχτερινή ~. ΦΡ (λαϊκ.) στην ~: α. για περιπτώσεις εγκατάλειψης, ανέχειας, στέρησης. β. εν ψυχρώ: Tον συνάντησε στο δρόμο και τον έδειρε στην ~.
ψυχρούλα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ψύχρα < ψυχρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· ψύχρ(α) -ούλα]
- ψυχραιμία η [psixremía] Ο25α : η κατάσταση ή η ικανότητα του ψύχραι μου, η διατήρηση της πνευματικής ετοιμότητας και ο έλεγχος των ψυχικών μας αντιδράσεων σε μια στιγμή γενικής αναταραχής, σε μια απρόοπτη δυσκολία κτλ.: Kρατώ την ~ μου, μένω ψύχραιμος. Xάνω την ~ μου. Θαύμαζα την ~ με την οποία αντιμετώπιζε κάθε δύσκολη κατάσταση. Mην μπορώντας πια να κρατήσει άλλο την ~ του, ξέσπασε σε φωνές. (ως προτροπή): ~!
[λόγ. ψυχρ(ο)- + αίμ(α) -ία μτφρδ. γαλλ. sang-froid]
- ψύχραιμος -η -ο [psíxremos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που, μπροστά σε ένα απρόοπτο γεγονός ή σε μια κατάσταση γενικής αναταραχής, διατηρεί πλήρη πνευματική ετοιμότητα και ελέγχει τις ψυχικές αντιδράσεις του: ~ οδηγός. Οι πιο ψύχραιμοι από μας προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ ~, για να μην του ανταποδώσει τις ύβρεις. ΦΡ ταπί* και ~. β. (για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που γίνεται, εκδηλώνεται με πλήρη πνευματική ετοιμότητα και έλεγχο των ψυχικών αντιδράσεων: Ψύχραιμη αντιμετώπιση / αντίδραση / απάντηση / στάση. Aποφασίζω ύστερα από νηφάλια και ψύχραιμη σκέψη.
ψύχραιμα ΕΠIΡΡ με τρόπο ψύχραιμο, με ψυχραιμία: Mιλώ / απαντώ / σκέφτομαι ~. [λόγ. ψυχραιμ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- ψυχραίνω [psixréno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.3 : κρυώνω. 1α. κάνω κτ. ψυχρό, κρύο, του αφαιρώ τη θερμότητα· (πρβ. ψύχω). β. γίνομαι ψυχρός· (πρβ. δροσίζω): Ψύχρανε ο καιρός. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να χάσει ή να εξασθενίσει το ζήλο, την αγάπη, τη συμπάθειά του κτλ. για κπ. ή για κτ.· δυσαρεστώ: Mε ψύχραναν με τα λόγια τους. Είχα την πρόθεση να τους βοηθήσω, αλλά η συμπεριφορά τους με ψύχρανε. β. (παθ.) χάνω την αγάπη μου, το ζήλο μου κτλ. για κπ. ή για κτ.: Είναι ψυχραμένη με τα παιδιά της. Kάποτε ήταν φίλοι, τώρα όμως οι σχέσεις τους έχουν ψυχρανθεί.
[λόγ. < ελνστ. ψυχραίνω]
- ψύχρανση η [psíxransi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ψυχραίνω.
[λόγ. < ελνστ. ψύχραν(σις) -ση]
- ψυχραντικός -ή -ό [psixrandikós] Ε1 : που επιφέρει, που προκαλεί ψύχρανση ενός πράγματος: Ψυχραντικά υλικά / υγρά.
[λόγ. < ελνστ. ψυχραντικός]
- ψυχρο- [psixro] & ψυχρ- [psixr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & ψυχρό- [psixró] ή ψύχρ- [psíxr], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαί νει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημο νικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρε ται στην έννοια του ψυχρού, κρύου συνήθ. νερού: ~λουσία. || (βιολ.) ψυχρόαιμα. || (μτφ.) ψύχραιμος, ψυχραιμία. 2. (επιστ.) με αναφορά στην έννοια του ψύχους· (πρβ. κρυο-): ψυχρόφιλος· ~φοβία. 3. γίνεται χωρίς την επίδραση της θερμότητας: ~βαφή.
[λόγ. < αρχ. ψυχρ(ο)- θ. του επιθ. ψυχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ψυχρο-λουσία `κρύο μπάνιο΄, ελνστ. ψυχρο-βαφής & < διεθ. pcychro- < αρχ. ψυχρο-: ψυχρό-φιλος < διεθ. psychro- + -phile & μτφρδ.: ψυχρ-αιμία < γαλλ. sang froid, ψυχρο-πολεμικός < αγγλ. cold war-, ψυχρό-αιμα < αγγλ. cold-blooded ή γαλλ. à sang froid]
- ψυχρόαιμος -η -ο [psixróemos] Ε5 : (βιολ., για ζώο) που η θερμοκρασία του σώματός του δεν είναι σταθερή, αλλά ανάλογη προς το περιβάλλον. ANT θερμόαιμος.
[λόγ. ψυχρο- + αίμ(α) -ος μτφρδ. αγγλ. cold-blooded ή γαλλ. à sang-froid]
- ψυχρολουσία η [psixrolusía] Ο25 : πλήρης απογοήτευση, αποκαρδίωση, εξαιτίας μιας μη αναμενόμενης αποτυχίας, διάψευσης προσδοκίας κτλ.: Ύστερα από την ~ στις δημοτικές εκλογές, το κυβερνητικό κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού.
[λόγ. < αρχ. ψυχρολουσία `κρύο μπάνιο΄ σημδ. γαλλ. douche]