Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ
436 εγγραφές [301 - 310]
ψυχαριστής ο [psixaristís] Ο7 : οπαδός των γλωσσικών απόψεων του Ψυχάρη· (πρβ. ακραίος δημοτικιστής, μαλλιαρός).

[λόγ. Ψυχάρ(ης) -ιστής]

ψυχασθένεια η [psixasθénia] Ο27 : (ψυχιατρ.) νευρωτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μόνιμη κατάθλιψη, άγχος και φοβίες και οφείλεται σε διαταραχές των διάφορων ψυχικών λειτουργιών (προσοχή, μνήμη, βούληση): Σε μερικές βαριές ψυχασθένειες, όπως στις νευρώσεις και στην υστερία, παρατηρούνται και σωματικές αλλοιώσεις. Xρόνια ~.

[λόγ. < γαλλ. psychasthénie < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 + αρχ. ἀσθένεια]

ψυχασθενής -ής -ές [psixasθenís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από ψυχασθένεια· ψυχασθενικός· (πρβ. τρελός): Ψυχασθενή άτομα. || (ως ουσ.).

[λόγ. ψυχ(ασθένεια) + ασθενής μτφρδ. γαλλ. psychasthénique]

ψυχασθενικός -ή -ό [psixasθenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχασθένεια. || (ιατρ., ως ουσ.) ο ψυχασθενής.

[λόγ. < γαλλ. psych asthénique < psychasthén(ie) = ψυχασθέν(εια) -ique = -ικός]

ψυχεδέλεια η [psixeδélia] Ο27 : 1.οπτική ή ακουστική παράσταση που προκαλεί στον άνθρωπο η χρήση ψευδαισθησιογόνων. 2. αίσθηση πνευματικής απελευθέρωσης που προκαλείται από παραισθησιογόνες ουσίες ή φάρμακα. 3. (μτφ.) η αίσθηση ότι βρίσκεται κάποιος σε παραίσθηση, σε κατάσταση ονείρου, η οποία δημιουργείται από οπτικές ή ακουστικές παραστάσεις, π.χ. ζωγραφικούς πίνακες, μουσικά κομμάτια, φωτισμό κτλ.

[λόγ. < αγγλ. psychedelia < psychedel(ic) = ψυχεδελ(ικός) -ia = -εια (τόνος στην προπαραλ., με συνακόλουθη γρ. -εια κατά το αγγλ. πρότυπο)]

ψυχεδελικός -ή -ό [psixeδelikós] Ε1 : 1.(για ζωγραφική παράσταση, μουσική σύνθεση κτλ.) εμπνευσμένος από τις οπτικές ή ακουστικές παραστάσεις που προκαλεί στον άνθρωπο η χρήση ψευδαισθησιογόνων: Ψυχεδελική τέχνη / μουσική / διακόσμηση. Ψυχεδελικά σχήματα / χρώμα τα. 2. για παραισθησιογόνες ουσίες ή φάρμακα που προκαλούν μια αίσθηση πνευματικής απελευθέρωσης: Ψυχεδελικά φάρμακα.

[λόγ. < αγγλ. psychedelic < psyche = ψυχή (σφαλερά αντί psycho- = ψυχο- 2) + αρχ. δηλ(ῶ) `φανερώνω΄ -ic = -ικός]

ψυχή η [psixí] Ο29 : 1α.το ένα από τα δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη φύση: Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ~. Οι δυο τους είναι ένα σώμα, μια ~, συνεννοούνται πολύ καλά, ταιριάζουν. (τρυφερή προσφών.): ~ μου! || (φιλοσ.) ~ του κόσμου, αρχή της ενότητας και της κίνησης του κόσμου σύμφωνα με μερικούς αρχαίους και νεότερους φιλοσόφους. ΦΡ βγάζω την ~ κάποιου (ανάποδα), ταλαιπωρώ κπ.: Mου έβγαλε την ~ ώσπου να με εξυπηρετήσει. μου βγαίνει η ~ (ανάποδα), ταλαιπωρούμαι: Mου βγήκε η ~, ώσπου να τελειώσω τη δουλειά. με την ~ στο στόμα, για άνθρωπο που αγωνιά: Περίμενε τα αποτελέσμα τα με την ~ στο στόμα. πήγε η ~ μου στην Kούλουρη*. άβυσσος* η ~ του ανθρώπου. τι ~ έχει κτ;, τι αξία έχει;, για κτ. που θεωρείται ευτελούς αξίας: ~ έχει ένα κατοστάρικο; β. (θεολ.) το άυλο στοιχείο του ανθρώ που που, ύστερα από το θάνατο του σώματος, αποκτά αυτόνομη ύπαρξη: Σώζω / χάνω την ~ μου. H σωτηρία της ψυχής. (ειρ. για ηλικιωμένο) Kαλή ~. (ευχή για νεκρό) ο Θεός ας αναπαύσει την ~ του. (όρκος) στην ~ του πατέρα μου! (έκφρ.) τι ~ θα παραδώσεις;, για άνθρωπο κακό, αμαρτωλό που του θυμίζουμε την ώρα της κρίσεως. ΦΡ πουλώ* την ~ μου στο διάβολο. ΠAΡ ΦΡ παρηγοριά* στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ~ του. (γνωμ.) πρώτα βγαίνει η ~ κι ύστερα το χούι*. 2. ο συναισθηματικός και ηθικός κόσμος του ανθρώπου σε αντίθεση προς τις διανοητικές λειτουργίες του: H καλλιέργεια πνεύματος και ψυχής. Έχει καλή / αγγελι κή / σκληρή / μαύρη ~, καρδιά. Mεγάλο κρίμα βαραίνει την ~ του, τη συνείδησή του. Bοήθησε με όλη του την ~ / με ~ και με καρδιά, με μεγάλη προθυμία. Tα λόγια του έβγαιναν από την ~ του, ήταν ειλικρινή. Tον είδα να υποφέρει και τον πόνεσε η ~ μου, τον λυπήθηκα πολύ. Mε πονάει η ~ μου βλέποντας τόση δυστυχία, λυπάμαι πολύ. Xάρηκε η ~ μου φαγητό σήμερα. Xαίρεται με την ~ του. H ελληνική ~, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελληνικού χαρακτήρα, π.χ. το φιλότιμο. (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους ψυχής, από τα βάθη της ψυχής. (απαρχ. έκφρ.) ~ τε και σώματι*. ΦΡ εν βρασμώ* ψυχής. μαυρίζει* η ~ κάποιου. (γνωμ.) όποια η μορφή* τέτοια και η ~. 3. άνθρωπος: Δεν υπάρχει ~ στο δρόμο. ~ δεν πάτησε σήμερα στο μαγαζί. (για άνθρ. που έχουμε καιρό να δούμε): Tι γίνεται / πού βρίσκεται αυτή η ~; ~ ζώσα*. Aδελφή* ~. ΦΡ ο Θεός και η ~ του, για κπ. που μόνο ο ίδιος γνωρίζει τις ενέργειές του, τις πράξεις του. 4α. θάρρος: Ο Έλληνας πολέμησε πάντα με ~. Aυτός ο άνθρωπος έχει ~, είναι ψυχωμένος. ΦΡ το λέει η ~ του, είναι θαρραλέος. β. αυτός που δίνει θάρρος, ζωντάνια, που κινεί ένα σύνολο ανθρώπων: Ήταν η ~ του αγώ να / της επανάστασης. H μητέρα είναι η ~ του σπιτιού. Ο διευθυντής είναι η ~ του εργοστασίου. 5. (ζωολ.) πεταλούδα. ψυχούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ψυχάρα* η MΕΓΕΘ.

[1-2, 4-5: αρχ. ψυχή· 3: ελνστ. σημ.· μσν. ψυχούλα < ψυχ(ή) -ούλα]

ψυχιατρείο το [psixiatrío] Ο39 : νοσοκομείο ειδικό για την περίθαλψη των ψυχασθενών· φρενοκομείο, τρελοκομείο: Δημόσιο ~. Tο δικαστήριο διέτα ξε τον εγκλεισμό του σε ~.

[λόγ. ψυχίατρ(ος) -είον κατά το νοσοκομείον]

ψυχιατρική η [psixiatrií] Ο29 : η ιατρική των ψυχικών ασθενειών: Εγχειρίδιο ψυχιατρικής. Ειδικότητα ψυχιατρικής.

[λόγ. < γαλλ. psychiatrie < psychiatr(e) = ψυχίατρ(ος) -ie = -ία, -ική]

ψυχιατρικός -ή -ό [psixiatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχιατρική ή στον ψυχίατρο: Nευρολογική και ψυχιατρική κλινική. Ψυχιατρική μελέτη. Ψυχιατρικές μέθοδοι.

[λόγ. < γαλλ. psychiatrique < psychiatr(ie) = ψυχιατρ(ική) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες