Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
436 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαρομάλλης ο [psaromális] Ο11 θηλ. ψαρομάλλα [psaromála] Ο25α : (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρά μαλλιά· γκριζομάλλης. || (ως επίθ.): Tου απάντησε ένας ~ υπάλληλος.
[ψαρο- 2 + -μάλλης· ψαρομάλλ(ης) -α]
- ψαρομανάβης ο [psaromanávis] Ο11 : χονδρέμπορος ψαριών.
[ψαρο- 1 + μανάβης]
- ψαρομανάβικο το [psaromanáviko] Ο41 : το κατάστημα του ψαρομανάβη.
[ψαρομανάβ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]
- ψαρονέφρι το [psaronéfri] Ο44 : εκλεκτό μέρος σφαγίου (συνήθ. χοιρινού) από την οσφυϊκή χώρα.
[αρχ. ψύα `μύες των νεφρών΄ > υποκορ. ψυάρ(ιον) -ο- + νεφρ(ός) -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. ψιαθίον > ψαθί, διακόσιοι > διακόσοι)]
- ψαρόνι το [psaróni] Ο44 : ωδικό πτηνό που έχει φτέρωμα μαύρο με χρυσοπράσινη λάμψη· μαυροπούλι: Tα ψαρόνια εξημερώνονται εύκολα και μπορούν να μιμηθούν το κελάηδημα άλλων πουλιών.
[αρχ. ψάρ(ος) (ίδ. σημ.) -όνι]
- ψαροντουφεκάς ο [psarodufekás] Ο1 : αυτός που επιδίδεται στο υποβρύχιο ψάρεμα με ψαροντούφεκο.
[ψαροντούφεκ(ο) -άς]
- ψαροντούφεκο το [psarodúfeko] Ο41 : φορητό όπλο που εκτοξεύει ένα καμάκι και που χρησιμοποιείται στο υποβρύχιο ψάρεμα.
[ψαρο- 1 + ντουφέκ(ι) -ο]
- ψαροπάζαρο το [psaropázaro] Ο41 : (λαϊκότρ.) ψαραγορά.
[ψαρο- 1 + παζάρ(ι) -ο]
- ψαροπούλα η [psaropúla] Ο25α : (λαϊκότρ.) μικρό αλιευτικό σκάφος· ψαρόβαρκα, ψαροκάικο.
[ίσως σύντμ. του ψαροβαρκοπούλα < ψαρόβαρκ(α) -οπούλα]
- ψαροπούλι το [psaropúli] Ο44 : θαλασσοπούλι με μακρύ ράμφος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια· ψαροφάγος, αλκυόνα.
[ψαρο- 1 + πουλ(ί) -ι]